Αυτή η μελέτη εξέτασε τους παράγοντες κινδύνου σε σχέση με τη 40ετή θνησιμότητα από όλες τις αιτίες και τη θνησιμότητα από στεφανιαία νόσο.
Τον πληθυσμό της μελέτης αποτέλεσαν οι 529 άνδρες που εγγράφηκαν στη μελέτη το 1961. Έγινε πολυπαραγοντική ανάλυση της θνησιμότητας για όλες τις αιτίες και για τη στεφανιαία νόσο σε σχέση με την ηλικία, την αρτηριακή πίεση, την ολική χοληστερόλη, το κάπνισμα, τη φυσική δραστηριότητα, το δείκτη μάζας σώματος, τη δερματική πτυχή, τη ζωτική χωρητικότητα.
Η συνολική 40ετής θνησιμότητα ήταν 87.1% ενώ η θνησιμότητα από στεφανιαία νόσο ήταν 22.7%. Η ηλικία, το κάπνισμα, η αρτηριακή πίεση και η ζωτική χωρητικά σχετίζονταν ανεξάρτητα με τη 40ετή από όλες τις αιτίες θνησιμότητα. Επιπλέον, η ηλικία, το κάπνισμα και ο δείκτης μάζας σώματος σχετίζονταν  ανεξάρτητα με τη θνησιμότητα από στεφανιαία νόσο.

Μελετήθηκαν οι διαχρονικές τάσεις στη θνησιμότητα από στεφανιαία νόσο στη διάρκεια της 40ετούς παρακολούθησης στη μελέτη των επτά χωρών. Το δείγμα αποτέλεσαν 13 κοόρτες ανδρών ηλικίας 40-59 ετών κατά την εισαγωγή στη μελέτη σε 7 χώρες (ΗΠΑ, Φιλανδία, Ολλανδία, Ιταλία, Σερβία, Ελλάδα και Ιαπωνία) και συνολικά συμπεριλήφθηκαν 10.628 άτομα. Καρδιαγγειακοί παράγοντες κινδύνου μετρήθηκαν στην εισαγωγή και κατά την δεκαετή παρακολούθηση, ενώ η θνησιμότητα από καρδιαγγειακά νοσήματα καταγράφηκε κατά τη 40ετή παρακολούθηση. Στη διάρκεια της 40ετούς παρακολούθησης παρατηρήθηκε μικρή μείωση της θνησιμότητας στις ΗΠΑ, Φιλανδία, Ολλανδία και Ιαπωνία, μικρή άνοδος στην Ιταλία και μεγάλη στη Σερβία και Ελλάδα.

Η συγχρονική μελέτη EUROASPIRE IV έλαβε χώρα σε 78 κέντρα από 24 Ευρωπαϊκές χώρες. Ασθενείς 80 ετών με στεφανιαία νόσο, που είχαν χειρουργηθεί, επελέγησαν από τα αρχεία νοσοκομείων και ερωτήθηκαν με συνέντευξη και εξετάστηκαν 6 μήνες αργότερα. Συνολικά 16.426 ιατρικά αρχεία μελετήθηκαν και 7998 ασθενείς (24,4% γυναίκες) έλαβαν μέρος. Κατά τη συνέντευξη, 16,0% των ασθενών κάπνιζαν, και 48,6% από τους καπνιστές ήταν χρόνιοι καπνιστές κατά το συμβάν.  59,9% ανέφεραν λίγη ή καθόλου άσκηση, 37,6% ήταν παχύσαρκοι (BMI ≥ 30 kg/m(2)) και 58,2% είχαν κεντρική παχυσαρκία (περίμετρος μέσης ≥ 102 cm οι άνδρες και ≥88 cm οι γυναίκες).42,7% είχαν ΑΠ ≥ 140/90 mmHg (≥140/80 οι διαβητικοί),80,5% είχαν κακή χοληστερόλη ≥ 1.8 mmol/l και 26,8% ανέφεραν ότι έπασχαν από διαβήτη. Η μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών λάμβαναν φάρμακα καρδιακής πρόληψης: 93.8% αντι-αιμοπετάλια, 82.6% β-αναστολείς, 75.1% αγγειοτενσίνη-αναστολείς ενζύμων που μετατρέπονται/αναστολείς δεκτών αγγειοτενσίνης και 85.7% στατίνες. Από τους ασθενείς 50,7% είχαν λάβει οδηγίες για συμμετοχή σε κατάλληλα προγράμματα αποκατάστασης και 81,3% απ' αυτούς συμμετείχαν σε τουλάχιστο μισές συνεδρίες. Συμπερασματικά, η μεγάλη πλειοψηφία των ασθενών δεν ακολουθούσε τις οδηγίες δευτερογενούς πρόληψης με υψηλή συχνότητα ανθυγιεινού τρόπου ζωής, ενώ ο έλεγχος παραγόντων κινδύνου είναι ανεπαρκής παρ'όλη την μεγάλη χρήση φαρμάκων. Λιγότεροι από τους μισούς ασθενείς συμμετείχαν σε προγράμματα αποκατάστασης και καρδιακής πρόληψης.

56 ηλικιωμένοι με στεφανιαία νόσο πήραν μέρος στη μελέτη και χωρίστηκαν σε 4 ομάδες: μία συμμετείχε σε αεροβική άσκηση, μία σε άσκηση αντίστασης, μία σε συνδυαστικό πρόγραμμα αεροβικής και άσκησης αντίστασης, ενώ η τέταρτη ήταν ομάδα ελέγχου. Οι τρεις ομάδες συμμετείχαν σε 8μηνης διάρκειας πρόγραμμα άσκησης. Η μυική δύναμη μετρήθηκε και δείγματα αίματος συλλέχθηκαν στην αρχή, στον 4ο μήνα και στον 8ο μήνα της  περιόδου άσκησης καθώς και τους πρώτους 3 μήνες μετά την παύση της άσκησης.Η άσκηση αντίστασης προκάλεσε σημαντικές αυξήσεις κυρίως στην μυική δύναμη ενώ η αεροβική άσκηση προξένησε ευνοϊκές επιπτώσεις κυρίως στα λιπιδαιμικά και απολιποπρωτεινικά προφίλ. Από την άλλη πλευρά, η συνδυασμένη άσκηση προκάλεσε  σημαντικά ευμενείς επιδράσεις τόσο φυσιολογικά ( π.χ. μυική δύναμη) όσο και βιοχημικά (π.χ.  στο λιπιδαιμικό και απολιποπρωτεινικό προφίλ και στις φλεγμονές), ενώ η επιστροφή στην προηγούμενη κατάσταση, κατά την περίοδο παύσης της άσκησης, ήταν πιο αργή σε σύγκριση με άλλους τρόπους άσκησης.

Αξιολόγηση των εμπειριών που αναφέρουν οι ασθενείς με εγκεφαλικά επεισόδια και των εμπειριών του προσωπικού του νοσοκομείου κατά τη διάρκεια της νοσηλείας.

Μέθοδοι: Οι εμπειρίες που ανέφεραν οι ασθενείς με εγκεφαλικό επεισόδιο (n=387) καταγράφηκαν με τη χρήση του μεταφρασμένου και πολιτισμικά προσαρμοσμένου στα ελληνικά Ερωτηματολογίου NHS-Stroke και οι εμπειρίες του προσωπικού (n=236) διερευνήθηκαν με τη χρήση των υποκλιμάκων Compassion Satisfaction και Burnout του ερωτηματολογίου ProQOL.

Αποτελέσματα: Η μέση βαθμολογία ικανοποίησης του προσωπικού από τη συμπόνια ήταν 39,2 (SD=6,3) και η μέση βαθμολογία επαγγελματικής εξουθένωσης ήταν 24,3 (SD=5,6). Μόνο το 38,5% του προσωπικού δήλωσε ότι υπάρχει ομαλή συνεργασία με επαγγελματίες υγείας άλλων ειδικοτήτων/τομέων. Το προσωπικό που εργάζεται σε νοσοκομείο του ΕΣΥ ήταν περισσότερο ικανοποιημένο και λιγότερο εξουθενωμένο σε σύγκριση με το προσωπικό που εργάζεται σε πανεπιστημιακό νοσοκομείο (p=0,02 και p0,001).

Συμπεράσματα: Οι σχεδιαστές της πολιτικής υγείας και οι υπεύθυνοι λήψης αποφάσεων πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τα αποτελέσματα αυτών των αυτοαναφερόμενων μετρήσεων για να καθιερώσουν καινοτόμες τεχνικές για την επίτευξη στόχων όπως η εξειδίκευση του προσωπικού, η συνεχής κατάρτιση και η εφαρμογή επίσημων πλαισίων για αποτελεσματική συνεργασία μεταξύ διαφορετικών κλάδων.

Η ενδοφλέβια θρομβόλυση (ΕΦΘ) αποτελεί αποτελεσματική και ασφαλή θεραπεία αντιμετώπισης ασθενών με οξύ Ισχαιμικό Αγγειακό Εγκεφαλικό Επεισόδιο (ΙΑΕΕ). Στην Ελλάδα ωστόσο ο συνολικός αριθμός των ΕΦΘ παραμένει περιορισμένος. Η SITS-ISTR είναι μια διεθνής καταγραφή δεδομένων για την ασφαλή διενέργεια της ΕΦΘ (Safe Implementation of Thrombolysis in Stroke- International Stroke Thrombolysis Register) σε κάθε χώρα. Σε αυτό το άρθρο παρουσιάζονται τα δεδομένα του αρχείου SITS-ISTR για την Ελλάδα για την τελευταία δωδεκαετία και αντιπαρατίθενται με αντίστοιχα ευρήματα της ευρωπαϊκής, προοπτικής μελέτης SITS-MOST και με δεδομένα της SΙTS-ISTR από τέσσερα άλλα ευρωπαϊκά κράτη (Ιταλία, Αυστρία, Βέλγιο και Πολωνία). Όπως καταδεικνύεται, ο αριθμός των ετήσιων ΕΦΘ στην Ελλάδα σημειώνει αύξηση κατά την τελευταία τετραετία. Σχετικά με την αποτελεσματικότητα της ΕΦΘ στη χώρα μας, φαίνεται ότι η συντριπτική πλειονότητα των ασθενών παρουσιάζει έστω ήπια κλινική βελτίωση στις 24 ώρες μετά την ΕΦΘ, ενώ το ποσοστό των λειτουργικά ανεξάρτητων ασθενών στους 3 μήνες αγγίζει το 67.8% [95% Διαστήματα Εμπιστοσύνης (ΔΕ) 59.8%-74.9%]. Η ασφάλεια της ΕΦΘ αξιολογείται βάσει του αριθμού θανάτων εντός 3 μηνών αλλά και της συχνότητας εκδήλωσης συμπτωματικής, ενδοκράνιας αιμορραγίας (ΣΕΑ). Τα ελληνικά ποσοστά (12.3% θάνατοι, με 95% ΔΕ 7.9%-18.7% και 2.2% ΣΕΑ με 95% ΔΕ 0.7%-5.7%) διακυμαίνονται σε αποδεκτά επίπεδα συγκρινόμενα με αυτά της SITS-MOST και των άλλων εθνικών καταγραφών. Συμπερασματικά η ΕΦΘ στην Ελλάδα αποτελεί αποτελεσματική και ασφαλή πρακτική αντιμετώπισης ασθενών με οξύ ΙΑΕΕ αλλά η καθιέρωση της ως διαδικασία ρουτίνας στην καθημερινή, κλινική πράξη προϋποθέτει τη συστηματική εκπαίδευση του ιατρικού και νοσηλευτικού προσωπικού και τη συγκρότηση μονάδων αυξημένης φροντίδας για την αντιμετώπιση των ΙΑΕΕ.

ΆΣΚΗΣΗ ΚΑΙ ΤΡΙΤΗ ΗΛΙΚΙΑ Ενδιαφέρον για την εκπαίδευση

Η παρούσα εργασία έχει ως κύριο στόχο να ερευνήσει και να αξιολογήσει το βαθµό ενηµέρωσης του νοσηλευτικού προσωπικού σε σχέση µε τις επιδράσεις της άσκησης στους ηλικιωµένους καθώς και το βαθµό άσκησης των ηλικιωµένων ατόµων σε σχέση µε το επίπεδο υγείας τους

Η καρδιακή ανεπάρκεια αποτελεί μείζον πρόβλημα υγείας, το οποίο συχνά συνοδεύεται από περιορισμένη σωματική δραστηριότητα και σοβαρές επιπτώσεις σε διάφορους τομείς της ποιότητας ζωής των ασθενών. Η αυτοφροντίδα, καθώς και η συμμόρφωση με τη φαρμακευτική αγωγή, μπορούν να συμβάλουν περαιτέρω στην κλινική σταθερότητα και στη βελτίωση των αποτελεσμάτων των ασθενών. Σκοπός: Σκοπός αυτού του κεφαλαίου είναι να αξιολογήσει την επίδραση της αυτοφροντίδας και της συμμόρφωσης με τη φαρμακευτική αγωγή, στην ποιότητα ζωής των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια. Μέθοδος: Το δείγμα της έρευνας αποτέλεσαν 67 ασθενείς με διάγνωση καρδιακής ανεπάρκειας, οι οποίοι επισκέφθηκαν τα καρδιολογικά εξωτερικά ιατρεία ενός γενικού νοσοκομείου της ελληνικής πρωτεύουσας. Η αξιολόγηση της συμπεριφοράς αυτοφροντίδας έγινε με την κλίμακα EHFScBS και SCHFI v.6, για την αξιολόγηση της προσκόλλησης στη φαρμακευτική αγωγή χρησιμοποιήθηκε η κλίμακα προσκόλλησης Morsiky Green Levine (MAQ), ενώ για την αξιολόγηση της ποιότητας ζωής χρησιμοποιήθηκε το ερωτηματολόγιο MLWHFQ. Αποτελέσματα: Η πολυπαραγοντική ανάλυση γραμμικής παλινδρόμησης έδειξε ότι η ηλικία, η συμμόρφωση με τη φαρμακευτική αγωγή και η βαθμολογία στη διάσταση "Αυτοπεποίθηση αυτοφροντίδας" σχετίζονται ανεξάρτητα με τη συνολική βαθμολογία της κλίμακας ποιότητας ζωής. Συγκεκριμένα, οι συμμετέχοντες άνω των 80 ετών είχαν σημαντικά υψηλότερη βαθμολογία, δηλαδή χειρότερη ποιότητα ζωής, σε σύγκριση με τους συμμετέχοντες κάτω των 70 ετών (p  0,001), ενώ οι συμμετέχοντες με χαμηλή συμμόρφωση στη θεραπεία είχαν σημαντικά χειρότερη ποιότητα ζωής σε σύγκριση με τους συμμετέχοντες με υψηλή συμμόρφωση (p  0,001) ενώ οι συμμετέχοντες με χαμηλή συμμόρφωση στη θεραπεία είχαν σημαντικά χειρότερη ποιότητα ζωής σε σύγκριση με τους συμμετέχοντες με υψηλή συμμόρφωση (p  0,001). Παρατηρήθηκε ότι όσο καλύτερη αυτοφροντίδα είχαν και όσο υψηλότερη συμμόρφωση στη φαρμακευτική αγωγή τους, τόσο καλύτερη ήταν η ποιότητα ζωής τους. Συμπεράσματα: Η συμπεριφορά αυτοφροντίδας και η συμμόρφωση στη φαρμακευτική αγωγή των ασθενών με καρδιακή ανεπάρκεια σχετίζονται με την ποιότητα ζωής τους. Η ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο και η "αυτοπεποίθηση αυτοφροντίδας" είναι παράγοντες που επηρεάζουν τη συμπεριφορά αυτοφροντίδας, τη συμμόρφωση στη φαρμακευτική αγωγή και την ποιότητα ζωής. Η σε βάθος ενημέρωση των ασθενών σχετικά με την ανάγκη τήρησης των θεραπευτικών κατευθυντήριων οδηγιών μπορεί να συμβάλει στη μείωση του φαρμακευτικού κόστους και στη μεγιστοποίηση του θεραπευτικού αποτελέσματος. Για το λόγο αυτό, οι επαγγελματίες υγείας που θεραπεύουν αυτούς τους ασθενείς θα πρέπει να λαμβάνουν υπόψη όλους τους παράγοντες που επηρεάζουν αρνητικά την ποιότητα ζωής τους και να τους αντιμετωπίζουν με τις κατάλληλες παρεμβάσεις..

Γνωστική λειτουργία στην Αγγειακή Γήρανση και Ήπια Γνωσιακή Εξασθένηση. Ενδιαφέρον για τους επαγγελματίες υγείας και περίθαλψης

Η καρδιαγγειακή υγεία μειώνεται με την ηλικία, λόγω παραγόντων αγγειακού κινδύνου, και αυτό οδηγεί σε αυξανόμενο κίνδυνο γνωστικής έκπτωσης. Η ήπια γνωστική εξασθένηση (MCI) ορίζεται ως οι αρνητικές γνωστικές αλλαγές πέρα ​​από αυτό που αναμένεται στη φυσιολογική γήρανση. Ο σκοπός της μελέτης ήταν να συγκριθούν οι ηλικιωμένοι με παράγοντες αγγειακού κινδύνου (VRF), ασθενείς με MCI και υγιείς μάρτυρες (HC) στις κύριες διαστάσεις του γνωστικού ελέγχου. Το δείγμα περιελάμβανε συνολικά 109 ενήλικες, ηλικίας 50 έως 85 ετών (M = 66,09, S.D. = 9,02). Χωρίστηκαν σε τρεις ομάδες: 1) ηλικιωμένους με VRF, 2) ασθενείς με MCI και 3) υγιείς μάρτυρες (HC). Το VRF και το MCI δεν διέφεραν σημαντικά ως προς την ηλικία, το μορφωτικό επίπεδο ή το φύλο, όπως συνέβαινε με το HC. Τα τεστ που χρησιμοποιούνται εξετάζουν κυρίως την αναστολή, τη γνωστική ευελιξία και την επεξεργασία της μνήμης εργασίας. Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η ομάδα VRF είχε περισσότερα Σφάλματα Απώλειας Συνόλων στα σχέδια σχεδίασης που υποδεικνύουν ελλείμματα στη δημιουργία γνωστικού συνόλου και στη γνωστική μετατόπιση. Οι ασθενείς με MCI εμφάνισαν χαμηλότερη απόδοση στην επεξεργασία. Ως εκ τούτου, εμφανίζονται διαφορετικοί τύποι ειδικών βλαβών στην αγγειακή γήρανση και το MCI, και αυτό μπορεί να σημαίνει ότι διακριτές υποκείμενες παθολογίες μπορεί να παίζουν ρόλο στην ανάπτυξη κάπως διαφορετικών προφίλ γνωστικής έκπτωσης.

Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να αξιολογηθεί, με τη χρήση δέντρων ταξινόμησης και παλινδρόμησης, η δομή των σχέσεων μεταξύ διατροφικών υπηρεσιών και υπηρεσιών υγείας με τον αθροιστικό επιπολασμό των κλασσικών παραγόντων κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακής νόσου σε ηλικιωμένα άτομα των νησιών της Ελλάδας και της Κύπρου.
Κατά τη χρονική περίοδο 2005-2009, 744 άντρες και 742 γυναίκες ηλικίας άνω των 65 ετών,από 9 ελληνικά νησιά και τη Δημοκρατία της Κύπρου συμμετείχαν εθελοντικά στη μελέτη. Καταγράφηκαν ποικίλες κοινωνικο-δημογραφικές και κλινικές παράμετροι, καθώς και χαρακτηριστικά του τρόπου ζωής των συμμετεχόντων. Επιπλέον, αντλήθηκαν πληροφορίες αναφορικά με τις διατροφολογικές πρακτικές και τις θρεπτικές υπηρεσίες στις οποίες υπήρχε πρόσβαση σε κάθε νησί.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, τόσο οι ιατρικές όσο και οι διατροφολογικές υπηρεσίες είναι αποτελεσματικές για τη μείωση του καρδιαγγειακού κινδύνου των ηλικιωμένων. Πιο συγκεκριμένα, ηλικιωμένα άτομα που κατοικούν σε περιοχές, όπου υπάρχουν διαιτολογικές υπηρεσίες για τουλάχιστον 5 χρόνια και συνεργασία μεταξύ διατροφολόγων και γιατρών, μείωσαν τους καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου κατά 42%. Αντιθέτως, σε περιοχές όπου η διαιτολογική υπηρεσία υπήρχε λιγότερο από 5 χρόνια, αλλά περισσότερο από 2, η ύπαρξη ενός ανεπτυγμένου συστήματος υγείας φαινόταν να περιορίζει τους καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου στο μέσο όρο της ομάδας μελέτης.
Καταληκτικά,το δέντρο ταξινόμησης και παλινδρόμησης έχει αποδείξει τη σημασία της αλληλοσυσχέτισης μεταξύ διαιτολογικών υπηρεσιών και του συστήματος υγείας για τη βελτίωση της υγείας και της ποιότητας ζωής των ηλικιωμένων.

Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ δημόσιων και ιδιωτικών διαιτολογικών υπηρεσιών και του επιπολασμού υπέρτασης, υπερχοληστερολαιμίας, διαβήτη και παχυσαρκίας σε δείγμα ηλικιωμένων ατόμων, (αντρών και γυναικών) άνω των 65 ετών, κατοίκων επιλεγμένων ελληνικών νησιών και της Κύπρου.
Κατά την διάρκεια του 2010, συλλέχθηκαν πληροφορίες αναφορικά με τις διαιτολογικές υπηρεσίες που παρέχονταν σε  εννέα ελληνικά νησιά και την Κύπρο, μέσω συνεντεύξεων με τους διαιτολόγους (88 στον αριθμό) που δραστηριοποιούνταν στα εν λόγω νησιά. Πληροφορίες για την κατάσταση υγείας των συμμετεχόντων ανακλήθηκαν από τα στοιχεία της μελέτης MEDIS.
Βάσει των αποτελεσμάτων οι κύριοι λόγοι για την επίσκεψη των ηλικιωμένων στους διαιτολόγους ήταν οι εξής: διαβήτης (79%),υπερχοληστερολαιμία(75%) και παχυσαρκία (70%). Το 90% των ηλικιωμένων επισκέφθηκε διαιτολόγο κατόπιν παραπομπής από γιατρό, ενώ το 45% αυτών ολοκλήρωσε τις συνεδρίες τους. Όσο μεγαλύτερη χρονικά  ήταν η παρουσία διαιτολόγου στο νησί, τόσο μικρότερη ήταν η πιθανότητα εμφάνισης υπέρτασης, υπερχοληστερολαιμίας , διαβήτη και παχυσαρκίας πάνω από το μέσο ποσοστό του πληθυσμού. Οι κύριες αιτίες διακοπής της διαιτολογικής παρακολούθησης ήταν οικονομικά προβλήματα και η απόσταση από το διαιτολογικό γραφείο.
Εν κατακλείδι, η ενίσχυση των διαιτολογικών υπηρεσιών στο σύστημα υγείας, μπορεί να συμβάλει στη μείωση των καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου στα ηλικιωμένα άτομα, βελτιώνοντας την ποιότητα ζωής τους.

Εκτίμηση της διατροφικής και γνωστικής κατάστασης ηλικιωμένων ατόμων με τη χρήση σταθμισμένων ερωτηματολογίων.

Καθώς ο παγκόσμιος πληθυσμός συνεχίζει να γηράσκει με ανησυχητικό ρυθμό, υπερήλικες (65 ετών και άνω) θα αποτελούν ένα μεγάλο μερίδιο του συνολικού πληθυσμού. Οι παράγοντες που ενθαρρύνουν την αύξηση μακροζωίας πρέπει να προσδιοριστούν και η επιρροή εις τόν τομέα υγείας πρέπει να διερευνηθεί. Ως αποτέλεσμα, υπάρχει μια αυξημένη ανάγκη ερευνάς ως πρός την επίδραση της διατροφής και τρόπου ζωής για καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου (όπως η υπέρταση, η υπερχοληστερολαιμία, ο διαβήτης και η παχυσαρκία), που εντείνεται όλο και περισσότερο σε πληθυσμούς ηλικιωμένων ατόμων. Συστάσεις για την υγιή γήρανση των ηλικιωμένων πρέπει να είναι ισχυρή και να εφαρμόζονται σε διάφορες δημογραφικές ομάδες. Η Μελέτη MEDIS είναι μια έρευνα για την υγεία και τη διατροφή όπου κλινικά και διαιτητικά στοιχεία συλλέχθηκαν από 1812 συμμετέχοντες από δώδεκα νησιά της Μεσογείου (10 Eλληνικά νησιά, η Δημοκρατία της Κύπρος και η Μάλτα). Ο σκοπός της παρούσας εργασίας είναι να διερευνήσει διάφορους τρόπους ζωής και διατροφικών χαρακτηριστικών για υγειή (χωρίς ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου ή καρκίνου) ηλικιωμένων πληθυσμό που κατοικούν στα νησιά της Μεσογείου. Επιπλέον, ένας μικρότερος στόχος του παρόντος έργου συμπεριλαμβάνει μια μελέτη περίπτωσης από τα βόρεια χωριά της Καρπάθου όπου έγεινε προκειμένου να καθορίσει τον πυρίνα της διατροφής ενός πληθυσμού που έχει ελάχιστα διαβρωθεί από την βιομηχανία και τον τουρισμό, και για να εξετάσει τους παράγοντες που μπορούν να συμβάουν ή να καθυστερήσουν της διαιτητικές αλλαγές. Ανάλυση των στοιχείων MEDIS δείχνουν ότι η σωματική άσκηση, διακοπή του καπνίσματος, ξεκούραση μικρής διάρκειας στη μέση της ημέρας και η τήρηση της Μεσογειακής διατροφής είναι τροποποιήσιμα χαρακτηριστικά που μπορούν να ενθαρρύνουν μία υγιή γήρανση, και ότι η τροποποίηση της διατροφής εμφανίζεται σε διάφορα ποσοστά σε όλα τα νησιά της Μεσογείου. Στοιχεία από τη μελέτη της Καρπάθου, στα βόρεια απομονωμένα χωριά της Ολύμπου και Αυλώνα δείχνουν ότι η απουσία της μηχανικής καλλιέργειας, ο κοινωνικός ρόλος των γυναικών και τα έθιμα της κληρονομιάς αποτελούν παράγοντες που μπορούν να συμβάλουν στη διατήρηση των παραδοσιακών τροφίμων. Αν συνεχίζουν οι ηλικιωμένοι Μεσογειακoί πληθυσμοί να διαφοροποιούν τη διατροφική συμπεριφορά τους, θα χάσουν επίσης τα οφέλη για την υγεία που συνδέονται με την παραδοσιακή μεσογειακή διατροφή. Υπάρχει μια αυξανόμενη ανάγκη να εντοπιστούν και να κατανοήσουν το ρόλο των διαφόρων χαρακτηριστικών, όπως η διατροφή στην αύξηση τις μακροζωίας και υγείας.

Διφασική περικαρδιακή συλλογή μετά από την τοποθέτηση βηματοδότη Ενδιαφέρον για τους επαγγελματίες υγείας και περίθαλψης

Η περίπτωση αναφέρεται για έναν ασθενή που ανέπτυξε περικαρδιακή συλλογή, τόσο νωρίς, σε 24 ώρες, και αργά, σε 3 εβδομάδες, μετά την τοποθέτηση ενός βηματοδότη.
Η καθυστερημένη συλλογή συνοδεύτηκε από εκδηλώσεις περικαρδίτιδας. Η περικαρδίτιδα που εμφανίζεται λίγες εβδομάδες μετά την εισαγωγή ενός βηματοδότη είναι μια παραλλαγή του συνδρόμου μετά την καρδιακή βλάβη (PCIS). Αυτή η μορφή περικαρδίτιδας, που θεωρείται ότι είναι αυτοάνοσης προέλευσης, περιγράφηκε αρχικά μετά από έμφραγμα του μυοκαρδίου και καρδιακή χειρουργική επέμβαση. Στις περιπτώσεις αυτές, η συχνότητα εμφάνισης του PCIS είναι αυξημένη στους ασθενείς με πρώιμη περικαρδιακή αντίδραση, η οποία θεωρείται τραυματική και προκύπτει από ώρες έως λίγες ημέρες μετά το βεβιασμένο συμβάν. Παρόλο που έχουν τεκμηριωθεί τόσο η πρώιμη όσο και η όψιμη μορφή της περικαρδίτιδας μετά την εισαγωγή ενός βηματοδότη, δεν βρέθηκε καμία αναφορά για πρόωρη και καθυστερημένη περικαρδιακή αντίδραση που εμφανίζεται διαδοχικά στον ίδιο ασθενή.
Η πορεία αυτού του ασθενούς υποστηρίζει την υπόθεση ότι, σε συμφωνία με τις άλλες μορφές του PCIS, μπορεί να υπάρχει μια σύνδεση μεταξύ των πρώιμων και των όψιμων μορφών περικαρδιακής αντίδρασης μετά την εμφύτευση ενός βηματοδότη.

Επιδημιολογικά δεδομένα των καρδιαγγειακών νοσημάτων στους ηλικιωμένους Ενδιαφέρον για τους επαγγελματίες υγείας και περίθαλψης

Τα καρδιαγγειακά  νοσήματα σύμφωνα με τον Π.Ο.Υ. εκτιμάται ότι αντιπροσώπευσαν στις περισσότερες αναπτυγμένες χώρες και σε πολλές αναπτυσσόμενες, τον κύριο όγκο τόσο της θνησιμότητας όσο και της νοσηρότητας. Με τη βελτίωση του προσδόκιμου επιβίωσης, προβλέπεται ότι κατά τα επόμενα χρόνια, το ποσοστό των ατόμων των 65 ετών θα αυξηθεί.
Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση των επιδημιολογικών δεδομένων μεταξύ ηλικιωμένων και καρδιαγγειακών νοσημάτων. Mε τη δυσανάλογη αύξηση των ηλικιωμένων σε παγκόσμιο επίπεδο, ο αριθμός των ηλικιωμένων ασθενών με καρδιαγγειακή νόσο θα επεκταθεί σημαντικά.
Υλικό και μέθοδος: Αναζητήθηκε βιβλιογραφία σε διάφορες ηλεκτρονικές βάσεις δεδομένων (Medline, Scopus, EMBASE και Cochrane Library) για να προσδιορίσουμε άρθρα σχετικά με την επιδημιολογία καρδιαγγειακών νοσημάτων που δημοσιεύθηκαν στο χρονικό διάστημα 1971-2007. Η αναζήτηση πραγματοποιήθηκε χρησιμοποιώντας τους ακόλουθους βασικούς όρους: επιδημιολογία, ηλικιωμένοι, επιπολασμός, επίπτωση, καρδιαγγειακά νοσήματα, θνησιμότητα, και νοσηρότητα.
Αποτελέσματα: Από την ανασκόπηση της βιβλιογραφίας τόσο στις Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής όσο και στην Ευρώπη προκύπτει ότι στη μεγάλη ηλικία, τόσο η επίπτωση όσο και ο επιπολασμός της καρδιαγγειακής νόσου αυξάνονται. Ίδια ποσοστά επιπολασμού σε αυτή τη συγκεκριμένη ηλικιακή ομάδα έδωσαν και έρευνες στην Ελλάδα. Σχεδόν τα δύο τρίτα του συνόλου των θανάτων στις γυναίκες και στους άνδρες ≥ 65 ετών οφείλονται σε κάποια εκδήλωση των καρδιαγγειακών νοσημάτων. Η νοσηρότητα και η θνησιμότητα της καρδιαγγειακής νόσου υπόκειται σε ευρεία γεωγραφική διακύμανση τόσο μεταξύ των διαφόρων χωρών όσο και στο εσωτερικό τους. Οι καρδιαγγειακές ασθένειες αποτελούν σημαντική αιτία αναπηρίας στους ηλικιωμένους.
ΤΟ ΒΗΜΑ ΤΟΥ ΑΣΚΛΗΠΙΟΥ Copyright © 2010
Τόμος 9ος, Τεύχος 3ο, Ιούλιος - Σεπτέμβριος 2010
www.vima-asklipiou.gr Σελίδα 231
Η αθηροσκλήρυνση, η υπέρταση, ο διαβήτης, το κάπνισμα, η παχυσαρκία και η καθιστική ζωή, μεταξύ των άλλων, είναι υπεύθυνοι για την καρδιαγγειακή νόσο, η οποία προκαλεί το 70% όλων των θανάτων μετά την ηλικία των 75 ετών. Διαφορές προέκυψαν ως προς το φύλο, τη φυλή, την εθνικότητα, τη γεωγραφική κατανομή αλλά και το οικονομικό κόστος.
Συμπεράσματα: Η αυξανόμενη επιβάρυνση των καρδιαγγειακών παθήσεων κατά τη γήρανση αποτελεί οικονομική επιβάρυνση για τις κοινωνίες και τα συστήματά υγειονομικής περίθαλψης τους. Η έγκαιρη διάγνωση, πρόληψη, ανίχνευση, θεραπεία και πρόγνωση των καρδιαγγειακών παθήσεων στους ηλικιωμένους μπορεί να βελτιώσει τόσο την ποιότητα όσο και την ποσότητα της ζωής τους.

Η συγκεκριμένη μελέτη εστιάζει στην επίδραση του καπνίσματος και της διακοπής του στην καρδιαγγειακή θνησιμότητα, στα οξέα στεφανιαία σύνδρομα και στα εγκεφαλικά επεισόδια σε άτομα άνω των 60 ετών. Για την ανάλυση χρησιμοποιήθηκαν τα ατομικά στοιχεία των συμμετεχόντων από 25 ομάδες που συμμετείχαν στο πρόγραμμα CHANCES (ανάμεσα στις οποίες και ομάδα EPIC-ηλικιωμένοι, Ελλάδα).Συνολικά, μελετήθηκαν 503.905 άτομα, εκ των οποίων οι 37.952 πέθαναν από καρδιαγγειακή νόσο.
Σύμφωνα με τα ευρήματα,  η καρδιαγγειακή θνησιμότητα ήταν 2,07 φορές μεγαλύτερη και 1,37 φορές μεγαλύτερη στους καπνιστές και τους πρώην καπνιστές αντιστοίχως, συγκριτικά με τους μη καπνιστές. Η περίοδος κινδύνου ανερχόταν σε 5,5 χρόνια για τους καπνιστές και 2,16 χρόνια για τους πρώην καπνιστές. Ο αυξημένος κίνδυνος των καπνιστών αυξανόταν όσο αυξανόταν και η κατανάλωση τσιγάρων με δοσο-εξαρτώμενη σχέση και μειωνόταν όσο αυξανόταν ο χρόνος από τη διακοπή του καπνίσματος. Ο σχετικός κίνδυνος για τα οξέα στεφανιαία και εγκεφαλικά επεισόδια ήταν μικρότερος σε σχέση με τον κίνδυνο καρδιαγγειακής θνησιμότητας.
Εν κατακλείδι, το κάπνισμα συνιστά ισχυρό ανεξάρτητο παράγοντα κινδύνου για την εμφάνιση καρδιαγγειακών συμβαμάτων και θνησιμότητας στα ηλικιωμένα άτομα δεικνύοντας όμως, πως η διακοπή του είναι ωφέλιμη οδηγώντας σε μείωση του κινδύνου.

Σκοπός της μελέτης ήταν να αξιολογήσει την επίδραση ενός προγράμματος άσκησης βασισμένου στους παραδοσιακούς ελληνικούς χορούς στην ικανότητα αναπήδησης, τη μυϊκή δύναμη και την αντοχή των κάτω άκρων σε ασθενείς με χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια. Σαράντα ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια βαθμού NYHA ⩽ II και ηλικίας 73.2±4.7 χωρίστηκαν τυχαία σε δύο ομάδες. Η πρώτη ομάδα (n=20) έλαβε μέρος σε ένα 3-μηνο πρόγραμμα  φυσικής αποκατάστασης βασισμένο σε ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς και η δεύτερη ομάδα (n=20) ήταν η ομάδα ελέγχου, η οποία παρέμεινε ανεκπαίδευτη. Όλοι οι ασθενείς εξετάστηκαν πριν και μετά το  πρόγραμμα άσκησης διάρκειας 12 εβδομάδων.Και οι δύο ομάδες μετρήθηκαν πριν και μετά την παρέμβαση με την εξάλεπτη δοκιμασία βάδισης, η αντοχή των κάτω άκρων  αξιολογήθηκε με ένα ισοκινητικό δυναμόμετρο, ενώ η ικανότητα αναπήδησης με το Myotest-Pro test,το οποίο εμπεριέχει  τρεις διαφορετικούς τύπους αναπήδησης (πλειομετρικές ασκήσεις,προδιάταση και βαθύ κάθισμα). Δεν υπήρχε στατιστικά σημαντική διαφορά μεταξύ των δύο ομάδων πριν την παρέμβαση. Μετά την παρέμβαση η πρώτη ομάδα έδειξε βελτίωση στη βάδιση, η οποία υπολογίστηκε με την εξάλεπτη δοκιμασία βάδισης (10.0% βελτίωση, p0.05), στην αντοχή των κάτω άκρων (10.32% βελτίωση p0.05), στην  ταχύτητα αναπήδησης σε προδιάταση ( 6.9%p0.05) και στην ταχύτητα αναπήδησης σε στάση βαθέως καθίσματος (5.8% p0.05). Η πρώτη ομάδα αύξησε το ύψος της πλειομετρικής αναπήδησης σε 13.86%, το ύψος της προδιατασικής αναπήδησης σε 10.68% και το ύψος αναπήδησης σε βαθύ κάθισμα σε 10.45%. Η πρώτη ομάδα επίσης είχε 6.85% αυξημένη δύναμη  στην προδιατασική αναπήδηση σε σύγκριση με τη δεύτερη ομάδα. Ο σχεδιασμός και εφαρμογή προγραμμάτων αποκατάστασης σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια με τη χρήση παραδοσιακών ελληνικών χορών μπορεί είναι εξίσου ασφαλή και αποτελεσματικά για τη βελτίωση της λειτουργίας των κάτω άκρων.

Εισαγωγή: Η υπέρταση αποτελεί μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας και ο επιπολασμός της αυξάνεται με την ηλικία. Παρά τη γήρανση του πληθυσμού, μόνο ένας περιορισμένος αριθμός πληθυσμιακών μελετών και ακόμη λιγότερες ελληνικές μελέτες έχουν επικεντρωθεί αποκλειστικά στους ηλικιωμένους. Στόχος της παρούσας μελέτης ήταν να διερευνήσει τον επιπολασμό, την ευαισθητοποίηση, τη θεραπεία και τον έλεγχο της υπέρτασης στους κατοίκους της υπαίθρου του χωριού Παλιούρι στην Ελλάδα, οι οποίοι ήταν ηλικίας 65 ετών και άνω.
Μέθοδοι: Συνολικά συμμετείχαν 171 άτομα (ποσοστό ανταπόκρισης 89,5%). Έξι μετρήσεις της αρτηριακής πίεσης (ΑΠ) ελήφθησαν σε δύο επισκέψεις και η υπέρταση ορίστηκε ως μέση συστολική ΑΠ ≥140 mmHg ή/και μέση διαστολική ΑΠ ≥90 mmHg ή/και τρέχουσα χρήση αντιυπερτασικού φαρμάκου.
Αποτελέσματα: Ο επιπολασμός της υπέρτασης ήταν 89%. Από τους 137 υπερτασικούς ασθενείς, το 89,8% γνώριζε τη νόσο του, το 89,1% λάμβανε θεραπεία και η υπέρταση του 32,8% ήταν ελεγχόμενη. Η επίγνωση της υπέρτασης ήταν σημαντικά υψηλότερη μεταξύ εκείνων με υψηλή συχνότητα μετρήσεων της ΑΠ, ιστορικό στεφανιαίας ή άλλης χρόνιας νόσου, χαμηλότερη εκπαίδευση και εκείνων που ζούσαν με σύζυγο.
Συμπέρασμα: Τα ευρήματα δείχνουν ότι η υπέρταση είναι ιδιαίτερα διαδεδομένη σε αυτόν τον ελληνικό ηλικιωμένο πληθυσμό. Αντίστοιχα υψηλή είναι η ευαισθητοποίηση και η θεραπεία της υπέρτασης. Ωστόσο, τα ποσοστά ελέγχου ήταν σχετικά χαμηλά, γεγονός που υποδηλώνει ότι το τοπικό σύστημα υγείας απαιτεί μεγαλύτερο προσανατολισμό στην πρόληψη και τον έλεγχο της υπέρτασης.

Η υπέρταση αποτελεί μείζον πρόβλημα δημόσιας υγείας και ο επιπολασμός της αυξάνεται με την ηλικία. Παρά τη γήρανση του πληθυσμού, μόνο ένας περιορισμένος αριθμός δημογραφικών μελετών και λιγότερες ελληνικές μελέτες έχουν επικεντρωθεί αποκλειστικά στους ηλικιωμένους. Σκοπός αυτής της μελέτης ήταν η διερεύνηση του επιπολασμού, της ευαισθητοποίησης, της θεραπείας και του ελέγχου της υπέρτασης στους κατοίκους της υπαίθρου του χωριού Παλιούρι στην Ελλάδα ηλικίας 65 ετών και άνω.

Η ευπάθεια είναι ένα γηριατρικό σύνδρομο που χαρακτηρίζεται από ευαλωτότητα και μειούμενη λειτουργία πολλαπλών φυσιολογικών συστημάτων. Υπάρχουν δύο μοντέλα μελέτης της ευπάθειας, το φαινοτυπικό (πρωτογενής ευπάθεια) και το αθροιστικό έλλειμμα (δευτερογενής), ενώ έχουν προταθεί και σταθμιστεί εργαλεία μέτρησής τους. Η ευπάθεια θεωρείται προγνωστικός παράγοντας των θεραπευτικών αποτελεσμάτων πολλών παθήσεων, μεταξύ αυτών και των καρδιαγγειακών προβλημάτων. Είναι σημαντικό να μελετηθεί πως η ευπάθεια αλληλεπιδρά με τις μεθόδους καρδιαγγειακής αποκατάστασης έτσι ώστε να χρησιμοποιείται επιτυχώς στη βελτίωση της υγείας των ηλικιωμένων.

Οι στατίνες είναι ευρέως χρησιμοποιούμενα φάρμακα που συμβάλλουν τόσο στην πρωτογενή όσο και στη δευτερογενή πρόληψη του αιφνίδιου καρδιακού θανάτου. Η δράση τους επάγεται μέσω της παρεμπόδισης της οδού του μεβαλονικού οξέος. Ωστόσο, πέρα από την αναστολή της σύνθεσης χοληστερόλης, οι στατίνες επηρεάζουν παράπλευρα μονοπάτια της οδού του μεβαλονικού οξέος, οδηγώντας έτσι στις επιπρόσθετες δράσεις της συγκεκριμένης κατηγορίας φαρμάκων. Στόχος της παρούσας ανασκόπησης είναι η περιγραφή των συνεπειών της αναστολής της οδού του μεβαλονικού οξέος από τη χρήση των στατινών, καθώς και η αναφορά νεότερων δεδομένων από την επίδραση των στατινών στα συστήματα του οργανισμού.

Τα καρδιαγγειακά νοσήματα αποτελούν την κυριότερη αιτία θανάτου στην Ευρώπη. Η διαφορετική συχνότητα των παραγόντων κινδύνου που σχετίζονται με την εμφάνιση της καρδιαγγειακής νόσου (όπως, παχυσαρκία, σακχαρώδης διαβήτης, κάπνισμα) αποτελεί τη βασική αιτία διαφοροποίησης του ποσοστού θνησιμότητας, μεταξύ των Ευρωπαϊκών χωρών. Στόχος της παρούσας μελέτης ήταν η εκτίμηση της συχνότητας εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου σε ενήλικες ηλικίας άνω των 50 ετών στην Ελλάδα, σε σύγκριση με τα αντίστοιχα δεδομένα 10 Ευρωπαϊκών χωρών, οι οποίες συμμετείχαν στην έρευνα SHARE (Survey of Health, Ageing and Retirement in Europe).

Η παρούσα μελέτη διερεύνησε τη σχέση μεταξύ του τρόπου ζωής και άλλων καθοριστικών για την υγεία παραγόντων, με τον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου σε ηλικιωμένα άτομα- κατοίκων των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου (Σαμοθράκη, Λέσβος, Λήμνος, Ικαρία, Κάσσος, Ρόδος και Κάρπαθος) και ελληνικής καταγωγής κατοίκων της Ίμβρου. Ο καρδιομεταβολικός κίνδυνος υπολογίστηκε ως το άθροισμα τεσσάρων παραγόντων κινδύνου (υπέρταση, διαβήτης, δυσλιπιδαιμία και παχυσαρκία).Οι κάτοικοι των ελληνικών νησιών είχαν περισσότερους παράγοντες καρδιομεταβολικού κινδύνου από τους Έλληνες κατοίκους της Ίμβρου (αυξημένα ποσοστά υπέρτασης, διαβήτη και υπερχοληστερολαιμίας), ενώ ήταν σε μικρότερο ποσοστό παχύσαρκοι και είχαν υψηλή συμμόρφωση στη Μεσογειακή Διατροφή. Συμπερασματικά, ο κίνδυνος καρδιαγγειακών νόσων στους κατοίκους των νησιών του Ανατολικού Αιγαίου είναι χαμηλός, και οι διαφορές που εντοπίζονται με τους κατοίκους της Ίμβρου, φαίνεται πως οφείλονται σε διαφορές στον τρόπο ζωής  και σε ποικίλους περιβαλλοντικούς και πολιτιστικούς παράγοντες.

Στόχος: Η συσχέτιση της κατανάλωσης καφέ με καρδιαγγειακές παθήσεις παραμένει αμφισβητούμενη. Η ενδοθηλιακή λειτουργία σχετίζεται με καρδιαγγειακό κίνδυνο. Εξετάσαμε τη σχέση μεταξύ χρόνιας κατανάλωσης καφέ και λειτουργίας ενδοθηλίου σε ηλικιωμένους κατοίκους της νήσου Ικαρίας.
Μέθοδοι: Η ανάλυση διεξήχθη σε 142 ηλικιωμένους (ηλικίας 66-91 ετών) της Μελέτης Ικαρίας. Η ενδοθηλιακή λειτουργία αξιολογήθηκε με υπερηχογραφική μέτρηση της  διαστολής διαμεσολαβούσης ροής (FMD). Η κατανάλωση καφέ αξιολογήθηκε βάσει ερωτηματολογίου συχνότητας φαγητού και κατηγοριοποιήθηκε ως «χαμηλή» ( 450 ml / ημέρα).
Αποτελέσματα: Από τα άτομα που περιλαμβάνονται στην μελέτη, το 87% κατανάλωσε καυτό ελληνικό καφέ. Επιπλέον, το 40% είχε ημερήσια κατανάλωση καφέ «χαμηλή», 48% «μέτρια» και 13% «υψηλή». Παρατηρήθηκε γραμμική αύξηση της διαστολής διαμεσολαβούσης ροής σύμφωνα με την κατανάλωση καφέ («χαμηλή»: 4,33 ± 2,51% έναντι «μέτριας»: 5,39 ± 3,09% έναντι «υψηλής»: 6,47 ± 2,72% • p = 0,032). Επιπλέον, τα άτομα που κατανάλωναν κυρίως καυτό ελληνικό καφέ είχαν σημαντικά υψηλότερη διαστολή διαμεσολαβούσης ροής σε σύγκριση με εκείνους που κατανάλωναν άλλα είδη καφέ (p = 0,035).
Συμπεράσματα: Η χρόνια κατανάλωση καφέ συνδέεται με τη βελτίωση της ενδοθηλιακής λειτουργίας σε ηλικιωμένα άτομα, παρέχοντας μια νέα σύνδεση μεταξύ της διατροφής και της αγγειακής υγείας.

Πλαίσιο : Υπάρχουν όλο και περισσότερες ενδείξεις,ότι υπάρχουν ευεργετικές επιδράσεις στην υγεία από τη διατροφή που αποτελείται κυρίως από φρούτα, λαχανικά, όσπρια και δημητριακά ολικής αλέσεως,ψάρια, καρύδια και γαλακτοκομικά προϊόντα χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά. Επιδιώξαμε να διερευνήσουμε τη σύνδεση της μεσογειακής διατροφής στην κλινική κατάσταση 150 ηλικιωμένων ανδρών και γυναικών.
Μέθοδοι: Κατά την περίοδο 2004 - 2005 μελετήσαμε 53 άνδρες και 97 γυναίκες, ηλικίας από 65 έως 100 ετών, από διάφορες περιοχές της Κύπρου. Μια βαθμολογία διατροφής, που αξιολογεί τα εγγενή χαρακτηριστικά της μεσογειακής διατροφής, αναπτύχθηκε για κάθε άτομο (εύρος 0-55). Η υιοθέτηση της Μεσογειακής διατροφής αξιολογήθηκε έναντι της παρουσίας καρδιοαγγειακών παραγόντων κινδύνου όπως η υπέρταση, ο διαβήτης, η υπερχοληστερολαιμία και η παχυσαρκία.
Αποτελέσματα: το 26% των ανδρών και το 18% των γυναικών είχαν διαβήτη, το 60% των ανδρών και το 58% των γυναικών είχαν υπέρταση, το 60% των ανδρών και το 68% των γυναικών είχαν υπερχοληστερολαιμία και το 34% των ανδρών και το 52% ήταν παχύσαρκοι . Περισσότερο από το 90% των συμμετεχόντων ανέφεραν συνοχή στις διατροφικές τους συνήθειες για τουλάχιστον τις τελευταίες 3-4 δεκαετίες. Μία σημαντική αντίστροφη συσχέτιση παρατηρήθηκε μεταξύ της βαθμολογίας διατροφής και του αριθμού των εξεταζόμενων παραγόντων κινδύνου (rho = -0,26, p 0,001). Όταν ελήφθη υπόψη η ηλικία, το φύλο, οι συνήθειες καπνίσματος και η κατάσταση της σωματικής δραστηριότητας, παρατηρήσαμε ότι μια αύξηση κατά 10 μονάδες στη βαθμολογία διατροφής συσχετίστηκε με 21% χαμηλότερες πιθανότητες εμφάνισης ενός επιπλέον παράγοντα κινδύνου στις γυναίκες (p 0,001) με 14% χαμηλότερες πιθανότητες στους άνδρες (p = 0,05).
Συμπέρασμα: Η προσήλωση σε μια Μεσογειακή διατροφή σχετίζεται με μειωμένες πιθανότητες εμφάνισης υπερχοληστερολαιμίας, υπέρτασης, διαβήτη και παχυσαρκίας στους ηλικιωμένους.

Ο βασικός σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η εκτίμηση της σημασίας διάφορων συμπεριφορικών παραγόντων κινδύνου (όπως κάπνισμα, υπερβάλλον σωματικό βάρος, απουσία φυσικής δραστηριότητας, υπερβολική κατανάλωση αλκοόλ) για την ανάπτυξη καρδιαγγειακής νόσου μεταξύ των ατόμων με ή χωρίς ιατρικό ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου, τα οποία ζουν στην κοινότητα.Στη μελέτη χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα 26.743 ενηλίκων (>50 ετών), τα οποία συλλέχθηκαν κατά τη διεξαγωγή της έρευνας SHARE σε 11 Ευρωπαϊκές χώρες (Αυστρία, Βέλγιο, Δανία, Γαλλία, Γερμανία, Ελλάδα, Ιταλία, Ολλανδία, Ισπανία, Σουηδία και Ελβετία) κατά τη διάρκεια των ετών 2004-2005.

Ιστορικό: Η σκελετική μυϊκή μάζα (SMM) σχετίζεται αντιστρόφως με την καρδιομεταβολική υγεία και τη διαδικασία γήρανσης. Ο στόχος της παρούσας εργασίας ήταν να αξιολογήσει τη σχέση μεταξύ του SMM και της συχνότητας εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου (CVD) 10 ετών, σε ενήλικες 45+ ετών χωρίς καρδιαγγειακά νοσήματα. Μέθοδοι: Η ATTICA είναι μια προοπτική, βασισμένη στον πληθυσμό μελέτη που προσέλαβε 3042 ενήλικες χωρίς προϋπάρχουσα καρδιαγγειακή νόσο από τον γενικό ελληνικό πληθυσμό (Καυκάσιοι, ηλικία ≥18 ετών, 1514 άνδρες). Η 10ετής παρακολούθηση της μελέτης (2011-2012) κατέγραψε τη θανατηφόρο/μη θανατηφόρο καρδιαγγειακή νόσο σε συμμετέχοντες το 2020 (50% άνδρες). Το δείγμα εργασίας αποτελούνταν από 1019 συμμετέχοντες, 45+ ετών (άνδρες: n=534, γυναίκες: n=485). Ένας δείκτης σκελετικής μυϊκής μάζας (SMI) δημιουργήθηκε για να αντικατοπτρίζει το SMM, χρησιμοποιώντας τη σκωληκοειδική μυϊκή μάζα (ASM) τυποποιημένη με δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ). Το ASM και το SMI υπολογίστηκαν με συγκεκριμένους έμμεσους τύπους πληθυσμού. Αποτελέσματα: Η επίπτωση της καρδιαγγειακής νόσου για 10 χρόνια αυξήθηκε σημαντικά στα βασικά τρίμηνα SMI (p0,001). Η βασική γραμμή SMM έδειξε σημαντική αντίστροφη συσχέτιση με τη 10ετή συχνότητα εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου (HR 0,06, 95% CI 0,005 έως 0,78), ακόμη και μετά από προσαρμογή για διάφορους συγχυτικούς παράγοντες. Επιπλέον, οι συμμετέχοντες στο υψηλότερο τριμήνο SMM είχαν 81% (95% CI 0,04 έως 0,85) χαμηλότερο κίνδυνο για ένα συμβάν καρδιαγγειακής νόσου σε σύγκριση με εκείνους του χαμηλότερου τριμήνου SMM. Συμπεράσματα: Τα παρουσιαζόμενα ευρήματα υποστηρίζουν τη σημασία της αξιολόγησης SMM στην πρόβλεψη του μακροπρόθεσμου κινδύνου καρδιαγγειακής νόσου σε ενήλικες 45+ ετών χωρίς προϋπάρχουσα καρδιαγγειακή νόσο. Η διατήρηση του SMM μπορεί να συμβάλει στην υγεία της καρδιαγγειακής νόσου.

Οι συγγραφείς επεδίωξαν να αξιολογήσουν εάν το επίπεδο συστολικής αρτηριακής πίεσης (SBP) στην εισαγωγή στο νοσοκομείο είναι ένας ανεξάρτητος προγνωστικός παράγοντας για ενδονοσοκομειακή θνησιμότητα ασθενών που νοσηλεύονται με οξύ στεφανιαίο σύνδρομο (ACS)

Στόχος: Καθορισμός της συσχέτισης μεταξύ αποζημίωσης, τήρησης της φαρμακοθεραπείας και αποτελέσματα σε ασθενείς με καρδιακή ανεπάρκεια (HF) και σακχαρώδη διαβήτη (DM).
Μέθοδοι: Οι βάσεις δεδομένων PubMed, Scopus και Cochrane αναζητήθηκαν χρησιμοποιώντας συνδυασμούς από τα σύνολα λέξεων-κλειδιών για: κατανομή κόστους φαρμάκων, τη χρήση πόρων, την υγεία και τα οικονομικά αποτελέσματα, την τήρηση της φαρμακοθεραπείας, και χρόνιες ασθένειες. Αποτελέσματα: Στην ανασκόπηση συπεριλήφθηκαν τριάντα οκτώ μελέτες. Όσον αφορά την άμεση επίδραση των μεταβολών της αποζημίωσης πάνω στα αποτελέσματα, την έλλειψη και την ποικιλία των δεδομένων, δεν μας επιτρέπει να καταλήξουμε σε σαφές συμπέρασμα, αν και υπάρχουν κάποια στοιχεία που δείχνουν ότι οι υψηλότερες αποζημιώσεις μπορεί να οδηγήσουν σε χειρότερα αποτελέσματα υγείας και οικονομικών. Επτά και μία μελέτες που αξιολογούν τη σχέση μεταξύ της αποζημίωσης και της φαρμακευτικής προσκόλλησης στον πληθυσμό DM και HF, αντίστοιχα, κατέδειξε μια αντίστροφη στατιστικά σημαντική συσχέτιση. Όλες οι μελέτες (29) που εξετάζουν τη σχέση μεταξύ τήρησης της φαρμακοθεραπείας και των  αποτελεσμάτων, αποκάλυψαν ότι η αυξημένη προσκόλληση σχετίζεται με οφέλη για την υγεία τόσο σε ασθενείς με DM όσο και σε ασθενείς με ΗF. Τέλος, η πλειονότητα των μελετών και στους δύο πληθυσμούς έδειξε ότι η τήρηση της φαρμακοθεραπείας σχετίζεται με χαμηλότερη χρήση των πόρων, η οποία με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε χαμηλότερο συνολικό κόστος υγειονομικής περίθαλψης.
Συμπέρασμα: Τα αποτελέσματα της συστηματικής μας αναθεώρησης υποδηλώνουν ότι οι χαμηλότερες αποζημιώσεις μπορεί να οδηγήσουν σε μεγαλύτερη φαρμακευτική προσήλωση, η οποία με τη σειρά της μπορεί να οδηγήσει σε καλύτερα αποτελέσματα για την υγεία και χαμηλότερα συνολικά έξοδα υγειονομικής περίθαλψης. Προτείνονται μελλοντικές μελέτες για την ενίσχυση αυτών των ευρημάτων.

Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ υψηλού γλυκαιμικού φορτίου και πιθανότητας εμφάνισης εγκεφαλικού επεισοδίου. Τα δεδομένα συλλέχθηκαν από 19.824 Έλληνες συμμετέχοντες  στην ελληνική ομάδα της μελέτης EPIC (Ευρωπαϊκή Αναμενόμενη Έρευνα για τον Καρκίνο και τη Διατροφή). Οι συμμετέχοντες δεν έπασχαν από καρδιαγγειακή ασθένεια, καρκίνο και διαβήτη κατά την έναρξη της μελέτης. Η αξιολόγηση της διατροφής έγινε μέσω ενός επικυρωμένου, ημιποσοτικού ερωτηματολογίου συχνότητας κατανάλωσης τροφίμων. Το μέσο ημερήσιο γλυκαιμικό φορτίο υπολογίστηκε μέσω ειδικών πινάκων.  
Βάσει των αποτελεσμάτων, τα άτομα που ανήκαν στο υψηλότερο τεταρτημόριο γλυκαιμικού φορτίου είχαν μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης ισχαιμικού εγκεφαλικού επεισοδίου συγκριτικά με τα άτομα που ανήκαν στο χαμηλότερο τεταρτημόριο γλυκαιμικού φορτίου (λόγος επιπτώσεων: 1,55). Αναφορικά με τη μετα-ανάλυση που πραγματοποιήθηκε, τα αποτελέσματα έδειξαν πως ο σχετικός κίνδυνος εμφάνισης εγκεφαλικού επεισοδίου στα άτομα που ήταν στο υψηλότερο τεταρτημόριο γλυκαιμικού φορτίου ήταν 1,35 για το ισχαιμικό και 1,09 για το αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο.
Επομένως, αναδεικνύεται η σχέση του γλυκαιμικού φορτίου με τον κίνδυνο εμφάνισης ισχαιμικού, και όχι αιμορραγικού, εγκεφαλικού επεισοδίου. Δίαιτες υψηλού γλυκαιμικού φορτίου οδηγούν στη δημιουργία προϊόντων γλυκοζυλίωσης, αυξάνοντας το οξειδωτικό στρες που σχετίζεται με την υπεργλυκαιμία επάγοντας τη φλεγμονή και δυσλειτουργία του ενδοθηλίου και των αγγείων.

Η αριστερή κολπική υπερτροφία είναι ένα από κύρια χαρακτηριστικά της καρδιαγγειακής θνησιμότητας. Διερευνήσαμε τη αλληλεπίδραση μεταξύ φυσικής άσκησης και της υπερτροφία στη θνησιμότητα από εγκεφαλικό στη 40ετή παρακολούθηση της κοόρτης της Κέρκυρας στη μελέτη των επτά χωρών. Το δείγμα ήταν 529 άνδρες (40-59 ετών το 1961). Κατά τη διάρκεια της παρακολούθησης, 461 (87%) απεβίωσαν, ενώ 74 (16%) εξ' αυτών των θανάτων οφείλονταν σε εγκεφαλικό. Υπερτροφία υπήρχε σε 40 (7.5%) άνδρες. Συνολικά 362 (68%) άνδρες είχαν φυσική δραστηριότητα. Η φυσική δραστηριότητα συσχετίστηκε με χαμηλότερο κίνδυνο για εγκεφαλικό.

Η σωματική άσκηση, είναι ένα θέμα το οποίο αφορά, και πρέπει να αφορά, όλους μας. Επιβάλλεται να γίνει τρόπος ζωής ώστε αυτή να είναι πιο ποιοτική. Θεωρώ ότι όλοι πρέπει να γνωρίζουμε τα βασικά στοιχεία της άσκησης και να την ενσωματώσουμε, με οποιαδήποτε μορφή επιθυμεί ο καθένας, στην καθημερινότητά μας και αυτό ισχύει για όλους τους ανθρώπους, ανεξαιρέτως φύλου, φυλής, κοινωνικής και οικονομικής κατάστασης και ηλικίας.
Σχετικά με το τελευταίο, όντας ευαισθητοποιημένη στα άτομα της τρίτης ηλικίας, θεώρησα ενδιαφέρον και πολύ σημαντικό, να ασχοληθώ με τη σχέση μεταξύ της άσκησης και των ατόμων
περασμένης ηλικίας, μιας και τα άτομα αυτά είναι οι παππούδες και οι γιαγιάδες μας και εν πάση περιπτώσει είμαστε εμείς στο μέλλον.
Έτσι δημιούργησα αυτή την εργασία, η οποία περιέχει δεδομένα που γνωρίζοντας τα, μπορούμε να βοηθήσουμε δικούς μας, και όχι μόνο, ανθρώπους, με μια συμβουλή, με μια κατεύθυνση, ώστε να υιοθετήσουν κάποιες συνήθειες που θα βελτιώσουν τη ζωή και την ψυχολογία τους, αλλά και να βοηθηθούμε, καθώς η γνώση και η πρόληψη είναι οι καλύτερες παράμετροι για μια υγιή, ευτυχισμένη και ποιοτική διαβίωση.

Η διερεύνηση των επιπτώσεων στην υγεία λόγω συνταξιοδότησης και της ηλικίας κατά τη συνταξιοδότηση είναι περιορισμένη ωστόσο, το θέμα είναι ιδιαίτερα σημαντικό δεδομένης της πίεσης για την αύξηση της ηλικίας συνταξιοδότησης στην Ευρώπη. Στο ελληνικό τμήμα της Ευρωπαϊκής Μελέτης για τον Καρκίνο και τη Διατροφή, συμμετείχαν 16.827 άνδρες και γυναίκες κατά τη διάρκεια των ετών 1994-1999 και οι οποίοι ήταν είτε μισθωτοί είτε είχαν συνταξιοδοτηθεί κατά την εγγραφή, δεν είχαν προηγούμενο ιστορικό εγκεφαλικού επεισοδίου, καρκίνου, στεφανιαίας νόσου, ή σακχαρώδους διαβήτη και είχαν πλήρη ενημέρωση σχετικά με σημαντικούς παράγοντες και τεκμηριωμένη κατάσταση επιβίωσης από τον Ιούλιο του 2006.Γενικές και ειδικές αιτίες πρόκλησης θνησιμότητας σε σχέση με την επαγγελματική κατάσταση και την ηλικία συνταξιοδότησης (μεταξύ των συνταξιούχων) αναλύθηκε με μοντέλα παλινδρόμησης κατά Cox, για τον έλεγχο και πιθανών συγχυτικών παραγόντων. Σε σύγκριση με τα υποκείμενα που εξακολουθούν να εργάζονται, οι συνταξιούχοι είχαν μια αύξηση 51% σε όλα τα αίτια της θνησιμότητας (διάστημα εμπιστοσύνης 95%: 16, 98). Μεταξύ των συνταξιούχων, μια αύξηση 5 ετών αναφορικά με την ηλικία συνταξιοδότησης συνδέθηκε με μια μείωση κατά 10% της θνησιμότητας (95% διάστημα εμπιστοσύνης: 4,15). Τα ευρήματα ήταν πιο εμφανή για τη θνησιμότητα λόγω καρδιοαγγειακού νοσήματος απ' ότι για τη θνησιμότητα λόγω καρκίνου, ενώ, για τη θνησιμότητα λόγω τραυματισμού δεν υπήρχε ένδειξη συσχέτισης. Τα αποτελέσματα δείχνουν ότι, η πρόωρη συνταξιοδότηση μπορεί να αποτελέσει παράγοντα κινδύνου για όλες τις αιτίες και την καρδιαγγειακή θνησιμότητα σε φαινομενικά υγιή άτομα.

Τα τελευταία χρόνια, ένας αριθμός ψυχοκοινωνικών παραγόντων (άγχος, κατάθλιψη, κοινωνική τάξη, συμπεριφορά τύπου Α) έχουν προστεθεί στον κατάλογο των κλασικών παραγόντων κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις (κάπνισμα, υπέρταση, χοληστερόλη, σακχαρώδης διαβήτης). Σε ασθενείς ηλικίας> 65 ετών, η κατάθλιψη παραμένει η συνηθέστερη ψυχιατρική διαταραχή. Έχει αρνητική σχέση με την ποιότητα ζωής και επιδρά προσθετικά στην ανικανότητα μετά από σωματική ασθένεια. Πρόκειται για μια χρόνια διαταραχή με υψηλό δείκτη υποτροπής. Η κατάθλιψη στους ηλικιωμένους είναι υποδιαγνωσμένη  και η θεραπείας της ελλιπής , καθώς αυτοί οι ασθενείς ως ομάδα έχουν κάποιες ιδιαιτερότητες: 1) συνήθως αποκλείονται από τα πρωτόκολλα έρευνας 2) ο παράγοντας ηλικίας μεταβάλλει τα κλινικά συμπτώματα της κατάθλιψης και συνεπώς τη συνιστώμενη θεραπεία και 3) η ιατρική κοινότητα τείνει να είναι αβέβαιη σχετικά με τη σωστή θεραπεία της, ειδικά όταν οι ασθενείς εμφανίζουν περισσότερες από μία ασθένειες (ένα κοινό φαινόμενο σε αυτή την ηλικία).

ΣΚΟΠΟΣ Η εκτίμηση της ικανοποίησης ασθενών από την 24ωρη καταγραφή της αρτηριακής πίεσης. Επί πλέον, η σύγκριση των μετρήσεων της 24ωρης καταγραφής της αρτηριακής πίεσης με τις μετρήσεις στο ιατρείο και τις μετρήσεις κατ’ οίκον. ΥΛΙΚΟ-ΜΕΘΟΔΟΣ : Διεξήχθη μια συγχρονική μελέτη στο ιατρείο υπέρτασης του Γενικού Νοσοκομείου Λεμεσού. Ο μελετώμενος πληθυσμός αποτελείτο από 102 ασθενείς και η συλλογή των δεδομένων πραγματοποιήθηκε από τον Νοέμβριο του 2013 έως τον Απρίλιο του 2014. Καταχωρήθηκε η αρτηριακή πίεση των ασθενών μέσω της 24ωρης καταγραφής, των μετρήσεων κατ’ οίκον και των μετρήσεων στο ιατρείο. Η ικανοποίηση των ασθενών από την 24ωρη καταγραφή της αρτηριακής πίεσης εκτιμήθηκε με 13 ερωτήσεις. Εκτιμήθηκε η ευαισθησία και η ειδικότητα των μετρήσεων κατ’ οίκον και των μετρήσεων στο ιατρείο. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Η συνολική ικανοποίηση των ασθενών από την 24ωρη μέτρηση της αρτηριακής πίεσης ήταν αρκετά υψηλή.
Το 62% των ασθενών δήλωσαν ότι προτιμούν την 24ωρη καταγραφή έναντι
των μετρήσεων κατ’ οίκον για επανεκτίμηση της αρτηριακής τους πίεσης. Η
μέση συστολική πίεση στο ιατρείο ήταν στατιστικώς σημαντικά μεγαλύτερη
σε σχέση με τη μέση συστολική πίεση της 24ωρης καταγραφής (146,4 mmHg
έναντι 141,1 mmHg,

Η καρδιαγγειακή νόσος είναι μία από τις κύριες αιτίες θανάτου στον ανεπτυγμένο κόσμο. Η κατανόηση των τάσεων στον επιπολασμό των καρδιαγγειακών νοσημάτων και η αναγνώριση των παραγόντων που σχετίζονται με την ανάπτυξή τους είναι σημαντικές, καθώς παρέχουν πληροφορίες για τον προσδιορισμό του βάρους και των μηχανισμών της νόσου, που είναι το πρώτο βήμα πριν από τις παρεμβάσεις στον πληθυσμό. Αυτό το ειδικό θέμα είναι αφιερωμένο στην επισήμανση των παραγόντων και των συμπεριφορών του τρόπου ζωής που σχετίζονται με την ανάπτυξη καρδιαγγειακών παθήσεων. Σύμφωνα με τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, ο καθιστικός τρόπος ζωής, οι συνήθειες καπνίσματος και οι ανθυγιεινές διατροφικές συνήθειες είναι οι σημαντικότεροι παράγοντες που σχετίζονται με την ανάπτυξη καρδιακών παθήσεων και ο κύριος λόγος για τον χαρακτηρισμό αυτών των παραγόντων ως τους σημαντικότερους είναι επειδή μπορούν να προληφθούν.

Η άνοια όπως και η καρδιαγγειακή νόσος αποτελούν καταστάσεις με αυξημένο επιπολασμό στην τρίτη ηλικία. Δεδομένα, που όλο και συσσωρεύονται στη βιβλιογραφία, δίνουν ενδείξεις για εμπλοκή της καρδιαγγειακής νόσου και των παραγόντων κινδύνου της, όχι μόνο στην αγγειακού τύπου άνοια, αλλά και στην άνοια τύπου Alzheimer.  
Ο σκοπός της παρούσας έρευνας είναι να αξιολογήσει το βαθμό συνύπαρξης
της άνοιας με την καρδιαγγειακή νόσο και τους παράγοντες κινδύνου της σε
άτομα άνω των 65 ετών.Η έρευνα που σχεδιάστηκε είναι μια μελέτη ασθενών
- ομάδας ελέγχου  (case-control  study), ενώ οι συμμετέχοντες προέρχονται
από ένα Γηριατρικό Εξωτερικό Ιατρείο νοσοκομείου της Θεσσαλονίκης.
Συμμετείχαν 85 ασθενείς με άνοια και 109  ηλικιωμένοι χωρίς άνοια.Η
έρευνα έδωσε ενδείξεις για εκείνους τους παράγοντες που υποδεικνύουν τα
καρδιαγγειακά χαρακτηριστικά των ασθενών που είναι σε μεγαλύτερο κίνδυνο
να αναπτύξουν άνοια, υποβοηθώντας την υποψία των μη ειδικών στην άνοια
ιατρών που παρακολουθούν ηλικιωμένους για καρδιαγγειακή συμπτωματολογία.

Μελέτες έχουν δείξει ότι η ύπαρξη καρδιαγγειακών κινδύνων στην ενήλικη ζωή μπορεί να αυξήσουν τον κίνδυνο για εμφάνιση άνοιας αργότερα στη ζωή. Σ' αυτή τη μελέτη μετρήθηκε αν οι παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακά σχετίζονται με τη θνησιμότητα από άνοια στη διάρκεια της 40ετούς παρακολούθησης 10.211 ανδρών - ηλικίας 40-59 ετών κατά την 1η μέτρηση -, από 13 κοόρτες της μελέτης των επτά χωρών. Η πληροφορία και καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου ελήφθη από τα αρχικά ερωτηματολόγια και τη φυσική εξέταση. Θάνατος από άνοια θεωρήθηκε αν υπήρχε καταγραφή στο πιστοποιητικό θανάτου. Βρέθηκαν 160 θάνατοι από άνοια στη διάρκεια της παρακολούθησης. Κάπνισμα, υπερχοληστεριναιμία, υπέρταση, χαμηλή αναπνευστική ικανότητα και προηγούμενο ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου συσχετίστηκαν με υψηλότερο κίνδυνο θανάτου από άνοια.

Η καρδιακή ανεπάρκεια, με διατηρημένη ή μη συστολική λειτουργία, είναι
συχνή σε ηλικιωμένους, ενώ η πρόγνωση του συνδρόμου είναι πτωχή και συνεπάγεται τεράστιο οικονομικό και κοινωνικό κόστος. Δεν υπάρχουν επαρκή βιβλιογραφικά δεδομένα ως προς την παθοφυσιολογία και την αντιμετώπιση του συνδρόμου στη συγκεκριμένη ομάδα των ασθενών, με αποτέλεσμα ο κλινικός ιατρός να αντιμετωπίζει καθημερινά διάφορα διλήμματα. Γενικά, φαίνεται ότι οι ηλικιωμένοι υποθεραπεύονται και αυτό είναι βέβαιο όσοναφορά στην αρτηριακή υπέρταση, η οποία και αποτελεί τον ισχυρότερο τροποποιήσιμο παράγοντα κινδύνου πρόληψης της καρδιακής ανεπάρκειας. Η αυξημένη νοσηρότητα και θνητότητα του συνδρόμου στους ηλικιωμένους επηρεάζονται σημαντικά από τη συνύπαρξη και άλλων νόσων και ειδικά νεφρών και πνευμόνων, καθώς και από την πολυφαρμακία. Επίσης, η παρουσία κοινωνικών προβλημάτων συμβάλλει στην πλημμελή αντιμετώπιση και
πρόγνωση των εν λόγω ασθενών και αυτό επιβάλλει μια πολυπαραμετρική παρέμβαση ή συμμετοχή σε προγράμματα αποκατάστασης.

Η εκδήλωση καταθλιπτικής διαταραχής αποτελεί τη συχνότερη νευροψυχιατρική διαταραχή μετά από αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο (ΑΕΕ). Γενικά, θεωρείται ότι το 20-50% των ασθενών με ΑΕΕ εμφανίζουν κάποια καταθλιπτικού τύπου διαταραχή κατά τη διάρκεια της οξείας ή υποξείας φάσης του ΑΕΕ και τουλάχιστον το 25% των επιζώντων παρουσιάζει κατάθλιψη μέσα σε ένα χρόνο από το επεισόδιο. Η κατάθλιψη μετά από αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο (ΚΜΑΕΕ) σχετίζεται με εκτεταμένη αναπηρία και ελάττωση της φυσικής λειτουργικότητας, μικρότερη συμμετοχή στην διαδικασία αποκατάστασης με αυξημένη εξάρτηση από τους φροντιστές, και πτωχά αποτελέσματα τόσο στη σωματική όσο και τη γνωσιακή διάστασή της που εκδηλώνεται με έκπτωση των ανωτέρων νοητικών λειτουργιών, κακή ποιότητα ζωής, και αυξημένη νοσηρότητα και θνησιμότητα. Η κλινική εικόνα και η πορεία της ΚΜΑΕΕ εμφανίζει ορισμένες ιδιαιτερότητες που την διαφοροποιούν από τη μείζονα καταθλιπτική διαταραχή. Τα διαφοροδιαγνωστικά προβλήματα που ανακύπτουν στην περίπτωση της ΚΜΑΕΕ είναι σε ορισμένες περιπτώσεις αρκετά σύνθετα λόγω της φύσης των συμπτωμάτων από την πρωτοπαθή νόσο τα οποία προσομοιάζουν αυτά της κατάθλιψης. Οι παράγοντες κινδύνου για την ανάπτυξη ΚΜΑΕΕ διακρίνονται αδρά στους γενικούς μη ειδικούς παράγοντες κινδύνου και στους ειδικούς παράγοντες κινδύνου που σχετίζονται με τα χαρακτηριστικά του ΑΕΕ. Ιδιαίτερα έχει μελετηθεί η εντόπιση, η έκταση και η βαρύτητα του ΑΕΕ. Έχει υποστηριχθεί ότι υπάρχει αυξημένος κίνδυνος εκδήλωσης ΚΜΑΕΕ σε βλάβες των πρόσθιων εγκεφαλικών περιοχών με αριστερή ημισφαιρική εντόπιση, αλλά συστηματικές μετα-αναλύσεις δεν έχουν επιβεβαιώσει την άποψη αυτή. Οι αιτιοπαθογενετικοί μηχανισμοί οι οποίοι έχουν ενοχοποιηθεί για την εκδήλωση της ΚΜΑΕΕ είναι βιολογικοί παράγοντες, ψυχολογικοί παράγοντες, η καθαυτή ψυχολογική αντίδραση στη νόσο και διάφοροι ψυχοκοινωνικοί παράγοντες. Στα ενδεδειγμένα μέτρα θεραπευτικής αντιμετώπισης της ΚΜΑΕΕ περιλαμβάνονται η κατάλληλη ψυχοκοινωνική υποστήριξη, διάφοροι μέθοδοι υποστηρικτικής ψυχοθεραπείας και η φαρμακοθεραπεία με αντικαταθλιπτικά φάρμακα.

Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η διερεύνηση της σχέσης μεταξύ των διαιτολογικών κατευθυντήριων οδηγιών του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (Π.Ο.Υ.) και της θνησιμότητας από καρδιαγγειακή νόσο, στεφανιαία νόσο και εγκεφαλικό επεισόδιο σε ηλικιωμένους άνω των 60 ετών. Τα δεδομένα της μελέτης συλλέχθηκαν από 10 επιμέρους προοπτικές μελέτες (Ευρώπη και Η.Π.Α.) από ένα σύνολο 281.874 αντρών και γυναικών ελεύθερων από χρόνιες νόσους κατά την έναρξη της μελέτης. Ο Δείκτης Υγιεινής Διατροφής αποτελείτο από τα κάτωθι στοιχεία: κορεσμένα λιπαρά οξέα, πολυακόρεστα λιπαρά οξέα, μονο-και δισακχαρίτες, πρωτεΐνες, χοληστερόλη, φυτικές ίνες, φρούτα και λαχανικά.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα, μια αύξηση στον Δείκτη Υγιεινής Διατροφής κατά 10 μονάδες (που ισοδυναμούσε με πλήρη συμμόρφωση σε ένα επιπρόσθετο στοιχείο των συστάσεων του Π.Ο.Υ.), δε σχετιζόταν, κατά μέσο όρο, με τη θνησιμότητα από καρδιαγγειακή νόσο, θνησιμότητα από στεφανιαία νόσο ή από εγκεφαλικό.
Εντούτοις, ύστερα από τη διαστρωμάτωση των δεδομένων βάσει γεωγραφικής περιοχής, η συμμόρφωση στις συστάσεις του Π.Ο.Υ σχετιζόταν με μειωμένη θνησιμότητα από καρδιαγγειακή νόσο στις περιοχές της Νότιας Ευρώπης (συμπεριλαμβανομένης της Ελλάδας) και της Αμερικής.
Συμπερασματικά, μεγαλύτερη συμμόρφωση στις διατροφικές συστάσεις του Π.Ο.Υ. δε σχετίσθηκε σημαντικά με μείωση της θνησιμότητας από καρδιαγγειακή νόσο όμως η γεωγραφική περιοχή παίζει έναν σημαντικό ρόλο, από τη στιγμή που έχουν παρατηρηθεί αντίθετες συσχετίσεις στους ηλικιωμένους πληθυσμούς της Νότιας Ευρώπης και των Ηνωμένων Πολιτειών.

Στόχος: Η σύγκριση των αποτελεσμάτων του παραδοσιακού χορού με τα κανονικά προγράμματα άσκησης όσον αφορά τα λειτουργικά και καρδιαγγειακά οφέλη και τα κίνητρα σε ασθενείς με χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια.
Σχεδιασμός: Τυχαία ελεγχόμενη δοκιμή.
Περιβάλλον: Εργαστήριο Αθλητικής Ιατρικής.
Υποκείμενα: Πενήντα ένας άνδρες ηλικίας 67,1 ± 5,5 ετών με χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια της κατηγορίας ΙΙ-ΙΙΙ της Καρδιολογικής Εταιρίας Νέας Υόρκης (NYHA) συμμετείχαν σε μελέτη οκτώ μηνών.
Παρεμβάσεις: Εντάχθηκαν  τυχαία είτε σε προγράμματα με ελληνικούς παραδοσιακούς χορούς (ομάδα Α, n = 18) είτε σε τυπική άσκηση (ομάδα Β, n = 16) ή σε καθιστική ομάδα ελέγχου (ομάδα C, n = 17).
Κύρια μέτρα: Κατά την αρχή και το τέλος της μελέτης όλοι οι ασθενείς υποβλήθηκαν σε καρδιοπνευμονική άσκηση, αξιολόγηση λειτουργικής ικανότητας και αξιολόγηση της ποιότητας ζωής. Η καταγεγραμμένη απογραφή κινήτρων χρησιμοποιήθηκε επίσης για την αξιολόγηση της υποκειμενικής εμπειρίας των συμμετεχόντων.
Αποτελέσματα: Μετά την προπόνηση η ομάδα Α έδειξε αυξημένη κατανάλωση αιθέριου οξυγόνου κατά 33,8% (19,5 έναντι 26,1 ml / kg / min, p 0,05) και  η Β κατά 32,3% (19,5 έναντι 25,8 ml / kg / min, ρ 0,05) μέγιστη αντοχή διαδρόμου (P 0,05) κατά 48,5% (p 0,05) και κατά 46.4% (p 0,05) και μειωμένη κλίση του εκτονωμένου λεπτού εξαερισμού για κλίση εξόδου διοξειδίου του άνθρακα (VE / VCO2) κατά 18% (Ρ 0,05) και 19% (Ρ 0,05), αντίστοιχα. Οι εκπαιδευμένοι ασθενείς αποκάλυψαν σημαντική βελτίωση στους δείκτες ποιότητας ζωής. Η εγγενής καταγραφή κινήτρων αυξήθηκε μόνο στην ομάδα Α κατά 26,2% (3,08 έναντι 3,87, p 0,05).
Συμπεράσματα: Η άσκηση με παραδοσιακούς χορούς σε ασθενείς με χρόνια καρδιακή ανεπάρκεια,οδήγησε σε λειτουργικά και καρδιαγγειακά οφέλη παρόμοια με την επίσημη άσκηση ενώ παρείχε υψηλότερο επίπεδο κινητοποίησης

Το 1960 όλοι οι άρρενες κάτοικοι  μιας σειράς χωριών στην επαρχιακή Κρήτη που είχαν γεννηθεί μεταξύ του 1990 και 919 προσκλήθηκαν να συμμετάσχουν στη μελέτη των επτά χωρών. Ανάλυση της 25ετούς θνησιμότητας από 16 κοόρτες έδειξε ότι αυτή της Κρήτης είχε τη χαμηλότερη σταθμισμένη κατά ηλικία θνησιμότητα για όλες τις αιτίες και στεφανιαία νόσο. Στην έναρξη εξετάστηκαν 686 (98% από όσους προσκλήθηκαν) άνδρες. Δεδομένα θνησιμότητας συλλέχθηκαν για 40 έτη. Ο μέσος χρόνος επιβίωσης ήταν 32 έτη. Οι δείκτες θνησιμότητας για όλες τις αιτίες και στεφανιαία νόσο ήταν 26 και 11 στα 1000 ανθρωποέτη, αντίστοιχα. Η ηλικία, η διαστολική πίεση και το κάπνισμα συσχετίστηκαν θετικά, ενώ η ζωτική χωρητικότητα αρνητικά με τη θνησιμότητα από όλες τις αιτίες. Η ηλικία, η διαστολική πίεση και η ζωτική χωρητικότητα ήταν ανεξάρτητοι προσδιοριστές για τη θνησιμότητα από καρδιαγγειακά. Η κοόρτη της Κρήτης εμφάνισε αυξημένη 40ετή επιβίωση.

Σκοπός είναι η περιγραφή του πρωτοκόλλου της μελέτης των Μεσογειακών Νήσων-Αυστραλίας (MEDIS-Αυστραλία). Η μελέτη σχεδιάστηκε με βάση τη Μελέτη MEDIS που διεξήχθη στην Ελλάδα. Η παρούσα μελέτη στοχεύει να διερευνήσει την τήρηση του παραδοσιακού μεσογειακού τρόπου διατροφής, να προσδιορίσει τους παράγοντες και τους εμπόδια στην προσκόλλησή, να διερευνήσει τον ορισμό της ελληνικής κουζίνας και να συσχετίσει τη συμμόρφωση με τη διατροφή και τους παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακές παθήσεις (CVD) και το μεταβολικό σύνδρομο σε ηλικιωμένους Ελληνοαυστραλούς με καταγωγή από ελληνικά νησιά και Κύπρο. Μακροπρόθεσμοι μετανάστες, με τουλάχιστον 50 χρόνια στην Αυστραλία, τα χαρακτηριστικά και οι παράγοντες κινδύνου των παλαιότερων Ελλήνων Αυστραλών που γεννήθηκαν σε νησιά θα συγκριθούν και θα αντιπαραβληθούν με τους ομολόγους τους που ζουν στα ελληνικά νησιά για να αξιολογηθεί η επίδραση της μετανάστευσης στην προσκόλληση. Μέθοδοι Η παρούσα μελέτη είναι μια μελέτη παρατήρησης με σχεδιασμό επισκόπησης χρησιμοποιώντας τροποποιημένο τρόπο ζωής και ημι-ποσοτικό ερωτηματολόγιο συχνότητας τροφής για να καταγράψει κοινωνικοδημογραφικά, υγειονομικά, ψυχοκοινωνικά και διατροφικά χαρακτηριστικά, συμπεριλαμβανομένης της κουζίνας, 150 παλαιότερων Ελλήνων Αυστραλών που γεννήθηκαν σε νησιά. Θα συλλεχθούν ανθρωπομετρικά δεδομένα και ιατρικό ιστορικό. Οι συμμετέχοντες θα είναι ηλικίας άνω των 65 ετών, θα ζουν ανεξάρτητα, κατάγονται από ελληνικό νησί και είναι απαλλαγμένοι από CVD. Αποτελέσματα Η συλλογή δεδομένων βρίσκεται σε εξέλιξη. Συμπεράσματα Τα χαρακτηριστικά και οι συμπεριφορές που σχετίζονται με την τήρηση, εάν εντοπιστούν, θα μπορούσαν να αξιολογηθούν σε μελλοντικές μελέτες. Για παράδειγμα, η διερεύνηση δυνατοτήτων ή εμποδίων για την τήρηση ενός μεσογειακού διατροφικού σχήματος σε έναν Αυστραλιανό πληθυσμό.

Υπάρχουν πλέον αρκετές μελέτες που συσχετίζουν την παραδοσιακή μεσογειακή διατροφή με την επίπτωση της καρδιαγγειακής νόσου, αρκετών τύπων καρκίνου και άλλα νοσήματα. Τα προηγούμενα χρόνια αρκετές μελέτες, τόσο περιγραφικές όσο και κλινικές, έδειξαν τους μηχανισμούς με τους οποίους η παραδοσιακή μεσογειακή δίαιτα μπορεί να επηρεάσει τον καρδιαγγειακό κίνδυνο. Σ' αυτήν την ανασκόπηση υπογραμμίζεται η σημασία της Μεσογειακής διατροφής στην πρόληψη της καρδιαγγειακής νόσου.

Σκοπός της παρούσας μελέτης είναι η διερεύνηση της επίδρασης του Μεσογειακού τρόπου ζωής στον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακής νόσου σε ηλικιωμένο πληθυσμό. 2.749 ηλικιωμένοι (65-100 ετών) από 21 νησιά της Μεσογείου και από την περιοχή της Μάνης (Πελοπόννησος) συμμετείχαν εθελοντικά στη μελέτη. Καταγράφηκαν οι διατροφικές συνήθειες, το επίπεδο φυσικής δραστηριότητας, κοινωνικο-δημογραφικά χαρακτηριστικά, παράμετροι του τρόπου ζωής (συνήθειες ύπνου, κάπνισμα, κοινωνική ζωή και μορφωτικό επίπεδο), καθώς και παράμετροι του  κλινικού προφίλ των συμμετεχόντων.
Βάσει των αποτελεσμάτων, ο επιπολασμός των παραδοσιακών παραγόντων καρδιαγγειακού κινδύνου ήταν 62,3% για την υπέρταση, 22,3% για τον διαβήτη τύπου 2 και 47,7% για την υπερχοληστερολαιμία. Η παρουσία σακχαρώδη διαβήτη μπορούσε να προβλεφθεί από τη γηριατρική κλίμακα κατάθλιψης και από τη διαβίωση σε αστικό περιβάλλον, λαμβάνοντας υπόψη συγχυτικούς παράγοντες. Η παρουσία υπέρτασης σχετιζόταν θετικά με αύξηση της ηλικίας, με αυξημένο Δείκτη Μάζας Σώματος, με τη συνήθεια μεσημεριανού ύπνου, ενώ σχετιζόταν αρνητικά με τη συχνότητα κοινωνικοποίησης με φίλους. Η ύπαρξη υπερχοληστερολαιμίας μπορούσε να προβλεφθεί μόνο από τη γηριατρική κλίμακα κατάθλιψης.
Εν κατακλείδι, παράμετροι του τρόπου ζωής όπως η κοινωνική ζωή, ο μεσημεριανός ύπνος (σιέστα), και ο τόπος κατοικίας σχετίζονται με την παρουσία καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου στους ηλικιωμένους δεικνύοντας την ανάγκη να αποτελέσουν μέρους των ευρύτερων στρατηγικών πρόληψης των καρδιαγγειακών νοσημάτων.

Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν να υπολογιστεί το μέσο λειτουργικό κόστος ανά υποκατηγορία ασθενούς με εγκεφαλικό επεισόδιο και να διερευνηθούν οι παράγοντες κόστους (π.χ. ALoS, βαθμολογία NIHSS, ηλικία) που συσχετίζονται με το κόστος.

Μέθοδοι: Υπολογίστηκαν οι άμεσες ιατρικές δαπάνες (διαγνωστικές απεικονιστικές και κλινικοεργαστηριακές εξετάσεις, γενικά έξοδα/κλινικό κόστος, φαρμακευτικά προϊόντα, δακτυλίους και άλλα μη διαρκή υλικά και ενδονοσοκομειακή αποκατάσταση) ανά ασθενή από την πλευρά των παρόχων (νοσοκομεία). Τα δεδομένα χρήσης πόρων που προέκυψαν από το διαδικτυακό μητρώο "SUN4P" και το μοναδιαίο κόστος ανακτήθηκαν από δημόσια διαθέσιμες πηγές και αποδόθηκαν στη χρήση πόρων.

Αποτελέσματα: Το δείγμα περιελάμβανε 6.282 ημέρες νοσηλείας 750 ασθενών (μέση ηλικία: 75,5±13,3 έτη) που εισήχθησαν από τον Ιούλιο του 2019 έως τον Ιούλιο του 2021, σε εννέα δημόσια νοσοκομεία. Η μέση διάρκεια παραμονής ήταν 8,4±7,6 ημέρες και το μέσο συνολικό λειτουργικό κόστος υπολογίστηκε σε 1.239,4 ευρώ (από τα οποία το 45% και το 35% αφορούσαν διαγνωστικές εξετάσεις και γενικά έξοδα/κρεβάτια αντίστοιχα). Το μέσο κόστος που αφορούσε τους ασθενείς με αιμορραγικό εγκεφαλικό επεισόδιο που πήραν εξιτήριο ζωντανοί υπολογίστηκε σημαντικά υψηλότερο σε σύγκριση με το μέσο κόστος που αφορούσε τους ασθενείς με ισχαιμικό εγκεφαλικό επεισόδιο που δεν υποβλήθηκαν σε θρομβόλυση και επίσης πήραν εξιτήριο ζωντανοί από το νοσοκομείο (2.155,2 € έναντι 945,2 €, p0,001). Η ανάλυση γραμμικής παλινδρόμησης αποκάλυψε ότι η διάρκεια παραμονής συσχετίστηκε σημαντικά με το κόστος (συντελεστής beta=232, 95% CI διάστημα εμπιστοσύνης = 220-243, p0,001).
Συμπεράσματα: Τα ευρήματα αυτά είναι σύμφωνα με τα τρέχοντα στοιχεία και θα πρέπει να αξιολογηθούν διεξοδικά για τον εξορθολογισμό των ποσοστών αποζημίωσης των νοσηλευόμενων ασθενών, προκειμένου να επιτευχθεί βελτιωμένη αξία της περίθαλψης.

Ο επιπολασμός και οι παράγοντες που σχετίζονται με ψυχωτικά συμπτώματα σε ηλικιωμένους δεν έχουν μελετηθεί. Οι στόχοι ήταν να εκτιμηθεί ο επιπολασμός, η συχνότητα και οι σχετικοί με ψυχωτικά συμπτώματα παράγοντες σε ένα αντιπροσωπευτικό ελληνικό δείγμα ηλικιωμένων που ζει στην κοινότητα. Μέθοδοι: Το δείγμα περιλαμβάνει 1.904 κατοίκους της Λάρισας και Μαρουσίου στην Ελλάδα που συμμετείχαν στην Ελληνική Διαχρονική Έρευνα της Γήρανσης και της Διατροφής με διαθέσιμα δεδομένα για 947 άτομα στην έναρξη και κατά την τριετή παρακολούθηση. Η παρουσία ψευδαισθήσεων τον τελευταίο μήνα αξιολογήθηκε με βάση τα 17 συμπτώματα της κλίμακας του Πανεπιστημίου της Κολούμπια για την ψυχοπαθολογία στη νόσο του Alzheimer και τα 14 συμπτώματα του Νευροψυχιατρικού Ερωτηματολογίου. Νευροψυχολογική αξιολόγηση για πιθανή διάγνωση άνοιας και σωματικής συννοσηρότητας πραγματοποιήθηκε από νευρολόγους. Χρησιμοποιήθηκε ανάλύση λογιστικής παλινδρόμησης για την εκτίμηση των κοινωνικοοικονομικών και κλινικών παραγόντων που σχετίζονται με ψυχωτικά συμπτώματα. Αποτελέσματα: Ο επιπολασμός των ψυχωτικών συμπτωμάτων κατά τον προηγούμενο μήνα ήταν 1,9% και 1,0% όταν εξαιρούνταν περιπτώσεις της άνοιας. Ο επιπολασμός οποιασδήποτε ψευδαίσθησης και παραισθήσεως ήταν 0,8% και 0,3% όταν αποκλειόταν η άνοια. Η συχνότητα εμφάνισης ψυχωτικών συμπτωμάτων χωρίς άνοια ήταν 1,3%. Πρόσφατα χηρεύσαντες και οι αγρότες / κτηνοτρόφοι / τεχνίτες, έναντι δημόσιων υπαλλήλων / δασκάλων / στελεχών, είχαν έξι φορές μεγαλύτερη πιθανότητα εμφάνισης ψυχωτικών συμπτωμάτων χωρίς άνοια. Η ακοή και ο αριθμός των προβλημάτων υγείας αύξησε επίσης τις πιθανότητες, ενώ η αυξημένη ηλικία ήταν προστατευτική. Συμπέρασμα: Τα ψυχωτικά συμπτώματα που δεν σχετίζονται με την άνοια αποτελούν σημαντικό πρόβλημα ψυχικής υγείας στα γηρατειά. Οι παρανοϊκές ψευδαισθλησεις ήταν οι πιο διαδεδομένες. Κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες και η κατάσταση υγείας είναι σημαντικοί προγνωστικοί παράγοντες των ψυχωτικών συμπτωμάτων.

Σκοπός της μελέτης ήταν να διερευνήσει αν η σχέση μεταξύ χοληστερόλης και θνησιμότητας από στεφανιαία νόσο παρουσίαζε διαχρονικά ομοιότητες σε διαφορετικούς λαούς. 13 κοόρτες με ένα σύνολο 10.157 ανδρών, με ηλικία κατά την εισαγωγή στη μελέτη 40-59 ετών, σε 7 χώρες (ΗΠΑ, Φιλανδία, Ολλανδία, Ιταλία, Σερβία, Ελλάδα, Ιαπωνία) εξετάστηκαν επανειλημμένα και παρακολουθήθηκαν για 40 έτη. Η χοληστερόλη ορού μετρήθηκε κατά την εισαγωγή και διαχρονικά και συσχετίστηκε με την εμφάνιση θανάτων από στεφανιαία νόσο στη διάρκεια της 40ετούς παρακολούθησης. Η ισχύς της σχέσης μεταξύ στης χοληστερόλης ορού και της θνησιμότητας από στεφανιαία νόσο παρουσιάζεται ομοιογενής μεταξύ των συμμετεχουσών κοορτών και ανάλογη με τα διαφορετικά επίπεδα χοληστερόλης και του κινδύνου θνησιμότητας από στεφανιαία νόσο.

Σκοπός ήταν η εκτίμηση της επίδρασης των συννοσηροτήτων στη γενική κατάσταση της υγείας ως προληπτική πρακτική στη φροντίδα των ηλικιωμένων. Διενεργήθηκε συγχρονική μελέτη σε εγγεγραμμένα μέλη προγράμματος κατ’ οίκον φροντίδας «βοήθεια στο σπίτι», ηλικίας >65 ετών. Η κατάσταση της υγείας των ηλικιωμένων εκτιμήθηκε με το εργαλείο διαλογής «Υγειόμετρο», το οποίο αποτελείται από 115 ερωτήσεις ταξινομημένες σε οκτώ «διαστάσεις υγείας», όπως κοινωνική υγεία, ψυχική και σωματική υγεία, συνήθειες, φάρμακα, αντιλήψεις για την υγεία και χρήση υπηρεσιών υγείας, κληρονομικότητα και βιοχημικές εξετάσεις. Ο ερωτώμενος καλείται να απαντήσει σε πεντάβαθμη αναλογική κλίμακα τιμών μεταξύ -2 έως +2. Θετικές τιμές υποδηλώνουν καλύτερη κατάσταση υγείας. Μελετήθηκαν 120 άτομα (80% γυναίκες), μέσης ηλικίας 82±7,4 ετών. Η κατάσταση της υγείας των ηλικιωμένων αναφέρθηκε γενικότερα ως «πολύ καλή», παρ’ όλο που το 16,6% έπασχε από ψυχικές διαταραχές, 40,8% από διαβήτη, 45,8% από υπέρταση και 33,3% από καρδιαγγειακές παθήσεις. Η συνολική κατάσταση της υγείας δεν διέφερε σημαντικά ως προς το φύλο (άνδρες 50,8 έναντι 55,2 των γυναικών, p=0,585). Όμως, οι άνδρες ανέφεραν σημαντικά υψηλότερες τιμές «κοινωνικής» υγείας (6,3 έναντι 3,3, p=0,042) και «οικογενειακής» υγείας (10,3 έναντι 7,2, p=0,006) σε σύγκριση με τι γυναίκες. Η γραμμική παλινδρόμηση αποκάλυψε ότι η συνολική κατάσταση της υγείας επηρεάζεται αρνητικά κυρίως από την παρουσία των χρόνιων νοσημάτων, των ψυχικών διαταραχών, των συμπτωμάτων του αναπνευστικού και των αισθητηριακών δυσλειτουργιών, ανεξάρτητα από το φύλο, την ηλικία και το κάπνισμα. Τα ευρήματα της παρούσας μελέτης υποδεικνύουν ότι πολλαπλές καταστάσεις επιβαρύνουν σημαντικά την κατάσταση της υγείας των ηλικιωμένων και επομένως οι επαγγελματίες υγείας που ασχολούνται με τη φροντίδα αυτών των ατόμων θα πρέπει να προβαίνουν σε αξιολόγηση της κατάστασης της υγείας πριν από τον σχεδιασμό του εξατομικευμένου πλάνου φροντίδας.

Εισαγωγή: ένα από τα σημαντικότερα προβλήματα δημόσιας υγείας της εποχής μας είναι η γήρανση του πληθυσμού. Αυτό το γεγονός έχει ως αποτέλεσμα, ανάμεσα σε άλλα προβλήματα, μια αύξηση στις περιπτώσεις γνωστικής έκπτωσης. Τα ανοϊκά νοσήματα, συνηθέστερα η νόσος Alzheimer, και η αγγειακή άνοια, αποτελούν τα συχνότερα αίτια χρόνιας γνωστικής έκπτωσης σε ηλικιωμένους. Η πιθανόν πολυπαραγοντική αιτιολογία των νοσημάτων αυτών δεν είναι πλήρως διευκρινισμένη και η θεραπεία τους δεν είναι ανεπτυγμένη σε ικανοποιητικό βαθμό, με αποτέλεσμα η πρόληψή τους να είναι ιδιαίτερα σημαντική. Τα τελευταία χρόνια, πολλές προοπτικές επιδημιολογικές μελέτες στο εξωτερικό, όχι όμως και στην Ελλάδα, προσπάθησαν να αναγνωρίσουν παράγοντες που σχετίζονται με τον κίνδυνο γνωστικής έκπτωσης και άνοιας, δίνοντας ιδιαίτερη έμφαση στους τροποποιήσιμους παράγοντες. Η ανασκόπηση των προοπτικών αυτών αναλύσεων, αλλά και σχετικών τυχαιοποιημένων ελεγχόμενων δοκιμών κατέληξαν στο συμπέρασμα ότι αφενός παράγοντες όπως η σωματική δραστηριότητα, η Μεσογειακή διατροφή, τα φρούτα και τα λαχανικά, τα ψάρια, τα ω-3 πολυακόρεστα και τα μονοακόρεστα λιπαρά οξέα και η χαμηλή έως μέτρια πρόσληψη αλκοόλ μπορεί να έχουν προστατευτική δράση και αφετέρου παράγοντες όπως το κάπνισμα, ο σακχαρώδης διαβήτης, η αρτηριακή υπέρταση, η κατάθλιψη, η παχυσαρκία και τα κορεσμένα και τα trans λιπίδια μπορεί να αποβούν επιζήμια.
Σκοπός: να αναγνωριστούν  διατροφικές, ιατρικές και κοινωνικο-δημογραφικές μεταβλητές, οι οποίες μπορεί να επηρεάζουν τη γνωστική λειτουργία στους ηλικιωμένους ελέγχοντας ταυτόχρονα την επίδραση πιθανών σχετικών παραγόντων όπως τα καταθλιπτικά συμπτώματα.
Συμμετέχοντες: 732 κατά τεκμήριο υγιείς άνδρες και γυναίκες, 60 ετών και άνω κατά την έναρξη της μελέτης, κάτοικοι Αττικής. Το δείγμα αυτό ανήκει στο ελληνικό σκέλος της προοπτικής μελέτης ΕΠΙΚ (Ευρωπαϊκό Πρόγραμμα Συνεργασίας Ιατρικής και Κοινωνίας), η οποία έχει σχεδιασθεί έτσι ώστε να αντιπροσωπεύει με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τον γενικό ελληνικό πληθυσμό.
Μέθοδος: κατά την έναρξη της μελέτης και τη βασική εξέταση (1993-1999) καταγράφηκαν διατροφικοί, ιατρικοί, κοινωνικο-δημογραφικοί, σωματομετρικοί παράγοντες και παράγοντες τρόπου ζωής για κάθε έναν από τους συμμετέχοντες με έγκυρα εργαλεία. Έξι με 13 έτη αργότερα αξιολογήθηκε, πάλι μέσω έγκυρων εργαλείων (Mini-Mental State Examination, MMSE, και Geriatric Depression Scale), η κατάσταση των γνωστικών λειτουργιών και η ύπαρξη καταθλιπτικών συμπτωμάτων των συμμετεχόντων. Οι διάφοροι παράγοντες κωδικοποιήθηκαν σε αντίστοιχες μεταβλητές και διερευνήθηκαν πιθανές συσχετίσεις μεταξύ τους. Συγκεκριμένα, εφαρμόσθηκε η στατιστική μέθοδος της πολλαπλής γραμμικής εξάρτησης με εξαρτημένη μεταβλητή τη βαθμολογία στο MMSE. Σημειώνεται πως ορισμένες σχέσεις ελέγχθηκαν για πρώτη φορά παγκοσμίως.
Αποτελέσματα: η στατιστική ανάλυση έδειξε πως η βαθμολογία στο MMSE σχετίζεται θετικά με τα έτη εκπαίδευσης, το ύψος και τη σωματική δραστηριότητα και αρνητικά με την ηλικία, την ύπαρξη σακχαρώδη διαβήτη, τα καταθλιπτικά συμπτώματα (η σχέση αυτή είναι συγχρονική) και την πρόσληψη πολυακόρεστων λιπαρών οξέων και σπορέλαιων. Οι σχέσεις μεταξύ βαθμολογίας MMSE και καπνίσματος, παχυσαρκίας, αρτηριακής υπέρτασης, κατανάλωσης αλκοόλ, Μεσογειακής διατροφής, και πρόσληψης κορεσμένων λιπαρών οξέων, μονοακόρεστων λιπαρών οξέων, φρούτων, λαχανικών και ψαριών ήταν στατιστικά μη σημαντικές.
Συμπέρασμα: η σωματική δραστηριότητα και πρώιμες περιβαλλοντικές επιδράσεις,οι οποίες αντανακλώνται πιθανά σε μεγαλύτερο ύψος, είναι σημαντικοί παράγοντες πρόβλεψης για τη γνωστική λειτουργία στους ηλικιωμένους. Επιπλέον, τεκμηριώθηκε  από την παρούσα ανάλυση η βλαπτική επίδραση κάποιων καρδιαγγειακών παραγόντων κινδύνου, όπως ο σακχαρώδης διαβήτης στις γνωστικές λειτουργίες. Αντίθετα, η κατανάλωση σπορέλαιου πιθανά επηρεάζει τη νόηση ενώ η επίδραση άλλων διατροφικών παραγόντων δε φαίνεται να έχει μεγάλη επίδραση.

Σκοπός της συγκεκριμένης μελέτης ήταν ο προσδιορισμός παραγόντων που σχετίζονται με την αρτηριακή πίεση αίματος σε δείγμα ηλικιωμένων κατοίκων της Μεσογείου χωρίς κάποιο γνωστό ιστορικό καρδιαγγειακής νόσου. 2.813 ηλικιωμένοι ( 65-100 χρονών) από 22 νησιά της Μεσογείου και την αγροτική περιοχή της Μάνης (Πελοπόννησος) πήραν εθελοντικά μέρος στη μελέτη. Κατά την έναρξη της μελέτης αξιολογήθηκαν οι διατροφικές συνήθειες των συμμετεχόντων (συμπεριλαμβανομένης της κατανάλωσης τσαγιού και αλκοολούχων ποτών), παράμετροι του τρόπου ζωής, καθώς και κλινικά και  ανθρωπομετρικά στοιχεία. Οι συμμετέχοντες που ανέφεραν χαμηλή κατανάλωση αλκοόλ ( 0-1 ποτήρια/ ημέρα) είχαν μικρότερη πιθανότητα εμφάνισης υπέρτασης συγκριτικά με εκείνους που ανέφεραν μεγάλη κατανάλωση αλκοόλ ( 5+ ποτήρια/ ημέρα). Επιπλέον, οι συμμετέχοντες που είχαν μεγαλύτερη συμμόρφωση στη Μεσογειακή διατροφή είχαν μικρότερες μέσες τιμές αρτηριακής πίεσης. Επομένως, η κατανάλωση αλκοόλ συνιστά σημαντικό τροποποιήσιμο παράγοντα κινδύνου εμφάνισης υπέρτασης. Από την άλλη πλευρά, η συμμόρφωση στη Μεσογειακή διατροφή  συσχετίστηκε με μειωμένη αρτηριακή περιφερική αντίσταση.

Αξιολογούμε την πρόγνωση διάρκειας ενός έτους μίας παρέμβασης στον τρόπο ζωής (διατροφή, διακοπή καπνίσματος και άσκηση) σε ασθενείς που υποβλήθηκαν σε εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς.
Μία τυχαιοποιημένη μη τυφλή κλινική δοκιμή έλαβε χώρα με 500 ασθενείς.  Μετά την έξοδο από το νοσοκομείο, 250 ασθενείς (ομάδα παρέμβασης) έλαβαν συμβουλευτική παρέμβαση σύμφωνα με τις πρόσφατες οδηγίες της Ευρωπαϊκής Εταιρείας Καρδιολογίας. Οι υπόλοιποι 250 ασθενείς (ομάδα ελέγχου) έλαβαν τις συνήθεις οδηγίες. Κατά την παρακολούθηση μελετήθηκε πρωταρχικά η ανάπτυξη καρδιαγγειακής νόσου (μη θανατηφόρο συμβάν) κατά το πρώτο έτος, ενώ δευτερευόντως μελετήθηκαν θανατηφόρα συμβάντα, αποχή από το κάπνισμα, διατροφικές συνήθειες και άσκηση. Σύμφωνα με τη πρωταρχική μέτρηση ο κίνδυνος ανάπτυξης μη θανατηφόρου καρδιαγγειακού επεισοδίου ήταν 0,56-φορές μικρότερος (95%CI 0·28, 0·96, p = 0·03)  στην ομάδα παρέμβασης συγκριτικά με την ομάδα ελέγχου. Ένα έτος μετά την επέμβαση, οι ασθενείς στην ομάδα παρέμβασης ήταν 1,96-φορές (95%CI 1·31, 2·93, p  0·001)  περισσότερο πιθανό να ακολουθούν τις διατροφικές οδηγίες, 3,32-φορές (95%CI 2·24, 4·91, p  0·001) περισσότερο πιθανό να ασκούνται και 1,34-φορές (95%CI 1·15, 1·56, p  0·001) να επιστρέψουν στην εργασία τους. Η συμβουλευτική για τον τρόπο ζωής μετά από εγχείρηση ανοιχτής καρδιάς μπορεί να βελτιώσει τα αποτελέσματα και να μειώσει τον κίνδυνο ενός νέου καρδιαγγειακού επεισοδίου. Οι υπηρεσίες υγείας πρέπει να παρέχουν κατευθυντήριες οδηγίες και κατάλληλα προγράμματα αποκατάστασης προσαρμοσμένα στις ανάγκες των ασθενών.

Πρακτικές Κατευθυντήριες Οδηγίες για την Υπέρταση 2008 Ενδιαφέρον για τους επαγγελματίες υγείας και περίθαλψης

Aν και όλες οι κατευθυντήριες οδηγίες για την υπέρταση βασίζονται στα ίδια δεδομένα, είναι ενδιαφέρον το ότι υπάρχουν διαφορές ανάμεσά τους. Οι διαφορές αυτές μπορούν να αποδοθούν όχι μόνο σε διαφορές στους προαναφερθέντες ιδιαίτερους χαρακτήρες κάθε περιοχής, αλλά και σε διαφορές στη φιλοσοφία, τη νοοτροπία και τις αντιλήψεις μεταξύ των συγγραφικών ομάδων. Η αποσπασματική παρουσίαση διαφορετικών κατευθυντήριων οδηγιών σε εκπαιδευτικές συναντήσεις οδηγεί τους κλινικούς γιατρούς σε αβεβαιότητα ή και σύγχυση ως προς την ενδεδειγμένη στρατηγική που πρέπει να εφαρμόσουν στους ασθενείς τους στην πράξη.

ΣΚΟΠΟΣ Η γήρανση του πληθυσμού αποτελεί σήμερα ένα άνευ προηγουμένου φαινόμενο. Τα υπάρχοντα μοντέλα για την πρόβλεψη της θνησιμότητας σε ηλικιωμένους δεν είναι ακριβή και ως εκ τούτου νέοι προγνωστικοί βιοδείκτες βρίσκονται υπό διερεύνηση. Η αορτική σκληρία, εκτιμώμενη μέσω της καρωτιδομηριαίας ταχύτητας του σφυγμικού κύματος (ΤΣK), συχνά αποτυγχάνει να προβλέψει τον καρδιαγγειακό (ΚΑ) κίνδυνο και τη θνησιμότητα σε ηλικιωμένους, παρ’ όλο που η προγνωστική της αξία είναι τεκμηριωμένη σε άλλους πληθυσμούς. Η συνολική αρτηριακή ενδοτικότητα (ΣΑΕ) ενδέχεται να υπερτερεί ως προγνωστικός δείκτης, αφού σχετίζεται πιο άμεσα με την ΚΑ λειτουργία απ’ ό,τι η τοπική ή η τμηματική αρτηριακή σκληρία. Όμως, οι υπάρχουσες τεχνικές για την εκτίμηση της ΣΑΕ είναι είτε ιδιαίτερα πολύπλοκες στην εφαρμογή τους είτε μη ακριβείς. Πρόσφατα, περιγράφηκε μια νέα εύχρηστη μέθοδος για την εκτίμηση της ΣΑΕ, η οποία, ενώ έχει αξιολογηθεί in silico με θετικά αποτελέσματα σχετικά με την ακρίβειά της, δεν έχει εφαρμοστεί ακόμη in vivo. Σκοπός της μελέτης ήταν να διερευνήσει εάν η ΣΑΕ, που υπολογίζεται μέσω αυτής της νέας μεθόδου, μπορεί να προβλέψει τη θνησιμότητα σε ηλικιωμένους. ΥΛΙΚΟ-ΜΕΘΟΔΟΣ Η ΤΣΚ εκτιμήθηκε σε 279 ηλικιωμένα άτομα (85,5±7,0 ετών), τα οποία είχαν παρακολουθηθεί προοπτικά για ένα διάστημα 12,8±6,3 μηνών. Η ΣΑΕ υπολογίστηκε από τον τύπο ΣΑΕ=k×ΤΣΚ-2, όπου ο συντελεστής k εξαρτάται από το μέγεθος του αρτηριακού δικτύου.
Με βάση προηγούμενα in silico δεδομένα, η τιμή του k υπολογίστηκε για κάθε
άτομο ανάλογα με το δείκτη μάζας σώματος (ΔΜΣ). ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ Η ΤΣΚ
δεν διέφερε σημαντικά μεταξύ των επιζώντων (n=185) και των θανόντων
(n=94) (14,2±3,6 έναντι 14,9±3,8 m/sec, αντίστοιχα, p=0,139). Αντίθετα, οι
θανόντες είχαν σημαντικά χαμηλότερη ΣΑΕ από τους επιζώντες (0,198±0,128
έναντι 0,221±0,1 mL/mmHg, αντίστοιχα, p=0,018). Η ΣΑΕ ήταν σημαντικός
προγνωστικός δείκτης θνησιμότητας (p=0,022, odds ratio=0,326), ενώ η ΤΣΚ
όχι (p=0,202), ακόμη και μετά από διόρθωση για το φύλο, τη μέση πίεση και
την καρδιακή συχνότητα. Η ηλικία βρέθηκε να επηρεάζει σημαντικά τη ΣΑΕ
(p=0,016) αλλά όχι την ΤΣΚ. ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ Η χαμηλή συνολική αρτηριακή ενδοτικότητα, που υπολογίστηκε με μια νέα μέθοδο, αποτελεί στατιστικά σημαντικό και ανεξάρτητο προγνωστικό παράγοντα της θνησιμότητας σε ηλικιωμένους, σε αντίθεση με την αορτική ταχύτητα του σφυγμικού κύματος. Η ΣΑΕ ενδέχεται να είναι ένας πιο ευαίσθητος αρτηριακός βιοδείκτης από την ΤΣΚ όσον αφορά στην εκτίμηση του ΚΑ κινδύνου, ειδικά σε ηλικιωμένους.

Σκοπός της συγκεκριμένης μελέτης ήταν η αξιολόγηση της σχέσης μεταξύ κοινωνικοδημογραφικών, κλινικών παραμέτρων και χαρακτηριστικών του τρόπου ζωής με την παρουσία του μεταβολικού συνδρόμου σε ηλικιωμένους, χωρίς γνωστή καρδιαγγειακή νόσο, που κατοικούν σε υψηλό και χαμηλό υψόμετρο. Κατά το χρονικό διάστημα 2005-2011, 1959 ηλικιωμένοι, (65-100 χρονών) από 13 νησιά της Μεσογείου συμμετείχαν στη μελέτη. Καταγράφηκαν κοινωνικοδημογραφικά και κλινικά στοιχεία, καθώς και παράγοντες του τρόπου ζωής χρησιμοποιώντας συμβατικές διαδικασίες. Η διάγνωση του Μεταβολικού Συνδρόμου βασίστηκε  στα Adult Treatment Panel (ATP) III κριτήρια. Υψηλό υψόμετρο θεωρήθηκε όταν το ύψος του τόπου κατοικίας ήταν περισσότερο από 400 μέτρα.
Βάσει των αποτελεσμάτων, ο επιπολασμός του μεταβολικού συνδρόμου ήταν 29% (24% στους άνδρες, 35 % στις γυναίκες).Επιπλέον, ο επιπολασμός του μεταβολικού συνδρόμου ήταν 55% στους ηλικιωμένους που κατοικούσαν σε μεγάλο υψόμετρο, συγκριτικά με το 26% των ηλικιωμένων που κατοικούσαν στο επίπεδο της θάλασσας. Ομοίως, ο επιπολασμός της υπέρτασης, υπερχοληστερολαμίας και παχυσαρκίας ήταν υψηλότερος στους ηλικιωμένους που κατοικούσαν σε μεγαλύτερο υψόμετρο σε σχέση με εκείνους που κατοικούσαν σε χαμηλό. Έπειτα από προσαρμογή για ποικίλους συγχετικούς παράγοντες οι ηλικιωμένοι που κατοικούσαν σε μεγαλύτερο υψόμετρο, είχαν 3,06 φορές μεγαλύτερη πιθανότητα να πάσχουν από μεταβολικό σύνδρομο συγκριτικά με εκείνους που κατοικούσαν στο επίπεδο της θάλασσας. Ωστόσο, όταν λαμβάνονταν υπόψη οι ετήσιες επισκέψεις στα κέντρα υγείας, η επίδραση του υψομέτρου έχανε την ισχύ της αναφορικά με την παρουσία μεταβολικού συνδρόμου.
Καταληκτικά, ένα μεγάλο ποσοστό ηλικιωμένων που κατοικούν σε μεγάλο υψόμετρο πάσχει από μεταβολικό σύνδρομο. Έμφαση πρέπει να δοθεί σε προγράμματα δημόσιας υγείας που στοχεύουν στην καλύτερη πρόσβαση στο σύστημα υγείας, ιδίως σε απομακρυσμένες ορεινές περιοχές, για τη μείωση των καρδιομεταβολικών παραγόντων κινδύνου.

Αυτό το άρθρο παρουσιάζει στατιστικές σχετικά με δύο διαφορετικούς δείκτες αποφευκτέας θνησιμότητα: θάνατοι που μπορούν να αντιμετωπιστούν και θάνατοι που μπορούν να αποφευχθούν. Η έννοιες της αποφευκτέας θνησιμότητας και της πρόληψης της θνησιμότητας βασίζονται στην ιδέα ότι «θα μπορούσαν να αποφευχθούν ορισμένοι θάνατοι (για συγκεκριμένες ηλικιακές ομάδες και με συγκεκριμένες παθήσεις όπως αυτές ορίζονται στην ταξινόμηση της ICD, βλέπε κεφάλαιο πηγές δεδομένων και διαθεσιμότητα), δηαλδή να μην έχουν συμβεί σε αυτό το στάδιο, αν υπήρχαν αποτελεσματικότερες δημόσιες υγειονομικές και ιατρικές παρεμβάσεις. [1] Ο θάνατος μπορεί να θεωρηθεί αποφευκτέος εάν θα μπορούσε να αποφευχθεί μέσω βέλτιστης ποιότητας υγειονομικής περίθαλψης. Η έννοια των θανάτων που μπορούν να προληφθούν είναι ευρύτερη και περιλαμβάνει θανάτους που θα μπορούσαν να αποφευχθούν από παρεμβάσεις δημόσιας υγείας που επικεντρώνονται στους ευρύτερους καθοριστικούς παράγοντες της δημόσιας υγείας, όπως παράγοντες συμπεριφοράς και τρόπου ζωής, κοινωνικοοικονομική κατάσταση και περιβαλλοντικοί παράγοντες.
Το 2014, οι θάνατοι από δυνητικά αποφευχθείσες αιτίες στην ΕΕ ανέρχονταν σε 562 000 ... και σχεδόν ένα εκατομμύριο θάνατοι θα μπορούσαν να είχαν προληφθεί με παρεμβάσεις δημόσιας υγείας. Τα ποσοστά αυτού του τύπου θνησιμότητας είναι υψηλότερα για τους άνδρες από ό, τι για τις γυναίκες στην Ευρώπη. Οι καρδιακές παθήσεις είναι η κύρια αιτία αποφευκτέων και αντιμετωπίσιμων θανάτων

 Η παρουσία μεταβολικού συνδρόμου σχετίζεται θετικά με την ανάπτυξη στεφανιαίας νόσου (ΣΝ). Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν (α) η καταγραφή της συχνότητας εμφάνισης των κριτηρίων διάγνωσης του μεταβολικού συνδρόμου σε πληθυσμό που έπασχε από ΣΝ, (β) οι πιθανές συσχετίσεις του μεταβολικού συνδρόμου με ατομικούς κοινωνικο-δημογραφικούς παράγοντες όπως το φύλο, ο δείκτης μάζας σώματος (ΔΜΣ), η ηλικία διάγνωσης ΣΝ, η ολική χοληστερόλη και (γ) η καταγραφή των γνώσεων του μεταβολικού συνδρόμου στον πληθυσμό.

Οι συναισθηματικές διαταραχές μετά το αγγειακό εγκεφαλικό επεισόδιο (ΑΕΕ) με κύριο αντιπρόσωπο την κατάθλιψη, αποτελούν σοβαρή επιπλοκή αυτού. Η κατάθλιψη επηρεάζει αρνητικά την πρόγνωση του ασθενή οδηγώντας σε αυξημένη θνητότητα και ελαττωμένη λειτουργικότητα. Θα ήταν λάθος να θεωρήσουμε την κατάθλιψη μετά το ΑΕΕ σαν μια ενιαία νοσολογική οντότητα. Πολλές πιθανές αιτίες έχουν αναφερθεί για τα διαφορετικά είδη αυτής αλλά πλέον είναι γενικότερα αποδεκτό ότι συγκεκριμένες διαταραχές στην παθολογία του εγκεφάλου οδηγούν στην κατάθλιψη μετά το ΑΕΕ. Στην παρούσα εργασία παρουσιάζονται τα συμπεράσματα πρόσφατων βιβλιογραφικών αναφορών πάνω στο θέμα της κατάθλιψης που εμφανίζεται μετά το ΑΕΕ.

Τα αγγειακά εγκεφαλικά επεισόδια (ΑΕΕ) ευθύνονται για το 50% των νευρολογικών προβλημάτων και ενοχοποιούνται για 4,5 εκατομμύρια θανάτους ετησίως σε παγκόσμια κλίμακα. Λόγω της αναπηρίας και της χρόνιας ανικανότητας που προκαλούν, αποτελούν έντονο κοινωνικό και οικονομικό πρόβλημα.
ΣΚΟΠΟΣ: Σκοπός της παρούσας έρευνας ήταν η καταγραφή της συχνότητας εμφάνισης των παραγόντων κινδύνου για ΑΕΕ και ο προσδιορισμός της σχέσης τους με τις διάφορες μορφές ΑΕΕ.
ΥΛΙΚΟ-ΜΕΘΟΔΟΣ: Τον πληθυσμό της μελέτης αποτέλεσαν 231 ασθενείς, που νοσηλεύτηκαν από το Νοέμβριο 2001 έως τον Ιανουάριο 2005 για ΑΕΕ στη Μονάδα Εντατικής Θεραπείας (ΜΕΘ) οξέων ΑΕΕ, της Παθολογικής Κλινικής του Γενικού Νοσοκομείου «Αλεξάνδρα», με μέση ηλικία 69,07±11,4 έτη. Για τη συγκέντρωση των ερευνητικών δεδομένων χρησιμοποιήθηκε ειδικά διαμορφωμένο φύλλο καταγραφής δημογραφικών και κλινικών χαρακτηριστικών, αλλά και συνηθειών των ασθενών, που πιθανόν να αποτελούν παράγοντες κινδύνου για ΑΕΕ. Για τη στατιστική επεξεργασία των δεδομένων χρησιμοποιήθηκε η στατιστική δοκιμασία x2, καθώς επίσης κι ο συντελεστής συνάφειας του Pearson και μια ανάλυση διασποράς και διακριτότητας.
ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Από τα αποτελέσματα αποκαλύφθηκε πως συνολικά, και ανεξάρτητα από τον τύπο του, ΑΕΕ εμφάνισαν σημαντικά συχνότερα οι άνδρες  ((Η πρόπτωση επιδείχθηκε στους περισσότερους ασθενείς (Ple για τα εμβολικά επεισόδια (η θνησιμότητα του Pter ήταν τα αιμορραγικά αγγειακά επεισόδια (Pdata, συνάγονται τα ακόλουθα συμπεράσματα: (α) Η υπέρταση αντιπροσωπεύει τον πιο κοινό παράγοντα κινδύνου και είναι περισσότερο υπεύθυνος για τις ισχαιμικές επιθέσεις. (β) Για τις καρδιακές παθήσεις, η καρδιακή ανεπάρκεια και η κολπική μαρμαρυγή είναι περισσότερο υπεύθυνες για καρδιοεμβολικά επεισόδια. (γ) Συνδυασμοί παραγόντων κινδύνου είναι πιο συχνά υπεύθυνοι για την πρόκληση αγγειακού εγκεφαλικού επεισοδίου (δ) Δημογραφικοί, κληρονομικοί και κοινωνικοοικονομικοί παράγοντες είναι υπεύθυνοι για την πρόκληση ενός εγκεφαλικού επεισοδίου.

Στην παρούσα μελέτη αξιολογήθηκε ο ρόλος της γονεϊκής μακροβιότητας και της επίπτωσης των καρδιαγγειακών νοσημάτων στον κίνδυνο εμφάνισης καρδιαγγειακών νοσημάτων και στην επιτυχή γήρανση τυχαίου δείγματος ηλικιωμένων της Μεσογείου. Η μακροβιότητα των γονέων συσχετίσθηκε με αυξημένη πιθανότητα επιτυχούς γήρανσης των απογόνων και μειωμένο καρδιαγγειακό κίνδυνο και συνιστάται από τους ερευνητές περεταίρω μελέτη.

ΣΚΟΠΟΣ: Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η διερεύνηση της σχέσης ανάμεσα στη σωματική δραστηριότητα, στον σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ) και στη μακροπρόθεσμη (σε βάθος 10ετίας) πρόγνωση της καρδιαγγειακής νόσου, σε ασθενείς με οξύ στεφανιαίο σύνδρομο (ΟΣΣ). ΥΛΙΚΟ-ΜΕΘΟΔΟΣ:  Κατά την αρχική φάση (Οκτώβριος 2003–Σεπτέμβριος 2004) της μελέτης GREECS εντάχθηκαν 2.172 διαδοχικοί ασθενείς με ΟΣΣ από 6 νοσοκομεία της Ελλάδας. Τα έτη 2013–2014 διενεργήθηκε ο δεκαετής επανέλεγχος των ασθενών, με ποσοστό συμμετοχής 88% (n=1.918 ασθενείς). Οι πληροφορίες
για τη σωματική δραστηριότητα ελήφθησαν μέσω ενός ερωτηματολογίου αυτοαναφοράς, ενώ τα επίπεδα σωματικής δραστηριότητας των ασθενών διαχωρίστηκαν ως «ποτέ», «σπάνια» (σε μηνιαία βάση), «1–2 φορές/εβδομάδα» και «≥3 φορές/εβδομάδα». Ως ΣΔ ορίστηκαν τιμές γλυκόζης νηστείας >125 mg/dL ή η χρήση ειδικής αντιδιαβητικής θεραπείας. Τα δεδομένα αναλύθηκαν με χρήση πολλαπλής λογαριθμικής παλινδρόμησης. ΑΠΟΤΕΛΕΣΜΑΤΑ: Κατά την πολυπαραγοντική ανάλυση φάνηκε ότι οι 1–2 φορές και οι ≥3 φορές άσκησης/ εβδομάδα είχαν προστατευτικό ρόλο στην επίπτωση του ΟΣΣ στη 10ετία, σε σύγκριση με όσους δεν ασκούνταν καθόλου (ΣΛ [σχετικός λόγος] =0,63, 95% ΔΕ [διάστημα εμπιστοσύνης]: 0,38, 1,05 και ΣΛ=0,63, 95% ΔΕ: 0,40, 0,99, αντίστοιχα) και μόνο στους ασθενείς που υπέστησαν πρώτο καρδιαγγειακό σύμβαμα, κατά την ένταξη στη μελέτη. Σε περαιτέρω ταξινόμηση των ασθενών σε διαβητικούς και μη, παρατηρήθηκε ότι στους διαβητικούς η σωματική δραστηριότητα σε εβδομαδιαία βάση ασκούσε προστατευτική επίδραση (ΣΛ=0,51, 95% ΔΕ: 0,27, 0,96, p=0,037), συσχέτιση που δεν επιβεβαιώθηκε και στους μη διαβητικούς (p=0,26). ΣΥΜΠΕΡΑΣΜΑΤΑ: Τα ευρήματα της παρούσας εργασίας αναδεικνύουν τον ευεργετικό ρόλο της σωματικής δραστηριότητας στη δευτερογενή πρόληψη του ΟΣΣ, ιδιαίτερα στα άτομα με ΣΔ. Η σωματική δραστηριότητα θα πρέπει να περιληφθεί στις στρατηγικές δημόσιας υγείας ως κύριος προστατευτικός παράγοντας για την πρόγνωση της νόσου.

Στόχος: Η αερόβια ικανότητα (AC) σχετίζεται αντιστρόφως με υψηλό κίνδυνο καρδιαγγειακής νοσηρότητας και θνησιμότητας καθώς και με θνησιμότητα από κάθε αιτία. Το τεστ καρδιοπνευμονικής άσκησης (CPET) αντιπροσωπεύει το χρυσό πρότυπο για την αξιολόγηση της ικανότητας άσκησης με βάση τη μέγιστη πρόσληψη οξυγόνου (VO2max). Σκοπός της μελέτης μας ήταν να παράσχουμε για πρώτη φορά κανονιστικές τιμές αναφοράς προερχόμενες από το CPET σε μια ελληνική ομάδα φαινομενικά υγιών ανδρών και γυναικών σε εργόμετρο κύκλου για να αξιολογήσουμε το AC τους και να συγκρίνουμε τα αποτελέσματά μας με παρόμοιες μελέτες από άλλες χώρες.
Μέθοδοι: Μια κοόρτη 194 φαινομενικά υγιών ατόμων (118 άνδρες και 76 γυναίκες, εύρος ηλικίας 15-69 ετών) υποβλήθηκε σε CPET με τη χρήση ποδηλατικού εργομέτρου. Προσδιορίστηκαν οι μέσες τιμές ± SD για διάφορες παραμέτρους άσκησης, συμπεριλαμβανομένης της VO2max. Συγκρίναμε τα αποτελέσματά μας με υπάρχοντα δεδομένα που προέρχονται από κοορφές των ΗΠΑ και της Βόρειας Ευρώπης.

Αποτελέσματα: Οι άνδρες πέτυχαν σημαντικά υψηλότερα επίπεδα σχετικής και απόλυτης VO2max (p  0,001) σε όλες τις ηλικίες σε σύγκριση με τις γυναίκες. Παρατηρήθηκε μείωση της σχετικής και της απόλυτης VO2max μεταξύ των ηλικιωμένων συμμετεχόντων και στα δύο φύλα. Τα ελληνικά άτομα είχαν χαμηλότερη ΑΚ από τη συνομοταξία της Βόρειας Ευρώπης και σχεδόν παρόμοια με τη συνομοταξία των ΗΠΑ.
Συμπέρασμα: Παρέχουμε τα πρώτα δεδομένα αναφοράς για την AC σε φαινομενικά υγιή ελληνικά άτομα με βάση την CPET με χρήση εργομέτρου κύκλου.
Τα ευρήματά μας θα επιτρέψουν την ακριβέστερη ερμηνεία της CPET σε διάφορες ομάδες υγιών ατόμων ή ασθενών με καρδιαγγειακά νοσήματα. Οι διαφορές που διαπιστώθηκαν μεταξύ των δικών μας τιμών αναφοράς και εκείνων που αναφέρθηκαν από τις ΗΠΑ και τις χώρες της Βόρειας Ευρώπης, υπογραμμίζουν την ανάγκη να αναπτύξουν οι επιμέρους χώρες τις δικές τους τιμές αναφοράς AC.

Η κλιμακωτή δοκιμή βάδισης (ISWT) χρησιμοποιείται για την αξιολόγηση της λειτουργικής ικανότητας ασθενών που ξεκινούν καρδιαγγειακή αποκατάσταση. Η ηλικία και το φύλο αποτελούν σημαντική παράμετρο στην εκτέλεση της δοκιμασίας σε υγιή άτομα αλλά δεν υπάρχουν τιμές αναφοράς για ασθενείς με καρδιαγγειακά νοσήματα. Σκοπός της μελέτης ήταν να παράξει τιμές αναφοράς για το ISWT. Συμμετείχαν 548 ασθενείς που παρακολουθούνταν σε εξωτερικό ιατρείο αποκατάστασης, οι οποίοι υποβλήθηκαν επίσης σε κλινική εξέταση και έκαναν το τεστ ISWT . Οι άνδρες βάδισαν μεγαλύτερη απόσταση από τις γυναίκες (395 ± 165 vs. 269 ± 118 m; t = 9.5, P  0.001) και γι αυτό τα δεδομένα αναλύθηκαν ξεχωριστά για κάθε φύλο. Η ηλικία σε έτη ήταν ο σημαντικότερος προγνωστικός παράγοντας για την εκτέλεση της δοκιμασίας τόσο στους άνδρες( β = -5.9; 95% CI: -7.1 to -4.6 m) όσο και στις γυναίκες (β = -4.8; 95% CI: -6.3 to 3.3). 

Ιστορικό Λόγω της αυξημένης επιβάρυνσης της καρδιαγγειακής νόσου (CVD), συνιστώνται μοντέλα πρόβλεψης κινδύνου ανά χώρα για την πρόβλεψη μελλοντικών συμβάντων καρδιαγγειακής νόσου και θνησιμότητας, για πρωτογενή πρόληψη. Ο στόχος αυτής της μελέτης ήταν η επαναβαθμονόμηση του HellenicSCORE, για την ακριβή εκτίμηση του 10ετούς κινδύνου καρδιαγγειακής θνησιμότητας των Ελλήνων ενηλίκων. Μέθοδοι Χρησιμοποιήθηκαν δεδομένα από την Ελληνική Εθνική Έρευνα Διατροφής και Υγείας (HNNHS) (N= 1012, 37,9% άνδρες). Πληροφορίες σχετικά με την ηλικία, το κάπνισμα, τη συστολική αρτηριακή πίεση (SBP) και τη συνολική χοληστερόλη αίματος από ενήλικες > 40 ετών προέρχονται από επικυρωμένα πρωτόκολλα έρευνας υγείας. Οι μεμονωμένες βαθμολογίες υπολογίστηκαν χρησιμοποιώντας αυτά τα δεδομένα και τους βήτα συντελεστές που προέκυψαν από το ESC SCORE. Αποτελέσματα Και τα δύο ενημερωμένα διαγράμματα HellenicSCORE II είχαν χαμηλότερες εκτιμήσεις κινδύνου σε σύγκριση με την παλαιότερη έκδοση και ήταν πιο κοντά στα γραφήματα ESC SCORE, ειδικά στα άκρα. Δεν παρατηρήθηκε σημαντική διαφορά ηλικίας ανά φύλο (μέσος όρος 59,5 (SD 13,1) έτη συνολικά) στον πληθυσμό. Οι γυναίκες είχαν σημαντικά υψηλότερη μέση ολική χοληστερόλη σε σύγκριση με τους άνδρες [212,9 (39,5) έναντι 204,6 (41,2) mg/dl, αντίστοιχα. p=0,0343], αλλά ο επιπολασμός του καπνίσματος και η μέση SBP ήταν σημαντικά υψηλότερα στους άνδρες [p για όλους, 0,001]. Το μέσο επίπεδο βαθμολογίας του πληθυσμού HellenicSCORE II ήταν μεταξύ 5,6% (0,2) έως 7,9% (3,2) ανάλογα με το διάγραμμα που χρησιμοποιήθηκε, χωρίς σημαντικές διαφορές φύλου. Συμπέρασμα Αν και τα διαγράμματα HellenicSCORE II ήταν χαμηλότερα, η μέση βαθμολογία πληθυσμού ήταν μέτρια υψηλή. Αυτό είναι πολύ σημαντικό, καθώς σύμφωνα με τις οδηγίες της ESC, η παρέμβαση στον τρόπο ζωής και η φαρμακευτική αγωγή πρέπει να βασίζονται στον συνολικό καρδιαγγειακό κίνδυνο ενός ατόμου.

Εισαγωγή: Η χρόνια αποφρακτική πνευμονοπάθεια (ΧΑΠ) επιβαρύνει σημαντικά τα συστήματα υγειονομικής περίθαλψης και έχει σημαντικές οικονομικές επιπτώσεις. Ωστόσο, το κόστος της σταθερής ασθένειας στην Ελλάδα δεν έχει διερευνηθεί διεξοδικά. Στόχος της μελέτης ήταν η εκτίμηση του ετήσιου κόστους ασθενών με ΧΑΠ κατά τη διάρκεια της φάσης συντήρησης και η διερεύνηση των σχέσεων μεταξύ του κόστους και της σοβαρότητας της νόσου.
Μέθοδοι: Τα δεδομένα συλλέχθηκαν από 245 ασθενείς με ΧΑΠ (άντρες: 231 μέση ηλικία: 69,5 ± 8,8 έτη) που επισκέφθηκαν το εξωτερικό νοσοκομείο του Πανεπιστημιακού Νοσοκομείου Λάρισας το 2014 και το 2015. Οι ασθενείς ταξινομήθηκαν σύμφωνα με την Παγκόσμια Πρωτοβουλία για την Χρόνια Αποφρακτική Πνευμονοπάθεια (GOLD) και υπολογίστηκε το άμεσο κόστος των ασθενών κατά τη διάρκεια της φάσης συντήρησης. Αποτελέσματα: Το εννέα τοις εκατό των ασθενών με ΧΑΠ ήταν το στάδιο Ι, το 48,2% ήταν το στάδιο II, το 29% ήταν το στάδιο ΙΙΙ και το 11,8% το στάδιο IV. Σύμφωνα με τις ομάδες GOLD, το 23,3% των ασθενών ήταν βαθμού Α, το 15,5% ήταν βαθμού Β, το 22,9% ήταν βαθμού C και το 38,4% ήταν βαθμού D. Το μέσο ετήσιο, άμεσο κόστος για τις σταθερές ασθένειες εκτιμήθηκε στα 1.034,55 ευρώ ανά ασθενή, εκ των οποίων τα 222,94 € αντιστοιχούσαν σε εξωχρηματιστηριακές πληρωμές. Το ετήσιο κόστος κυμαινόταν από  408,23€ έως 2.041,89€  ανάλογα με τα στάδια GOLD (I-IV) και από 550,01€  σε  1,480.00€ ανάλογα με τις ομάδες GOLD (A-D). Ο βασικός παράγοντας κόστους ήταν η φαρμακευτική αγωγή, η οποία αντανακλούσε σχεδόν το 71% των συνολικών δαπανών για τη διαχείριση της σταθερής ασθένειας. Το μέσο ετήσιο κόστος ανά ασθενή ήταν δύο έως τρεις φορές υψηλότερο για τα άτομα με προχωρημένη νόσο (φάσεις ΙΙΙ-IV) σε σύγκριση με εκείνα με ασθένειες στα στάδια Ι-ΙΙ και διπλασιάστηκε για ασθενείς υψηλού κινδύνου (ομάδες Γ-Δ) σε σύγκριση με τους ασθενείς «χαμηλού κινδύνου» (ομάδες Α-Β). Συμπέρασμα: Το κόστος της ΧΑΠ κατά τη διάρκεια της φάσης συντήρησης είναι αξιοσημείωτο, ενώ ο βασικός οδηγός του κόστους θεωρείται ότι αποτελεί η φαρμακευτική αγωγή και τα ταμεία κοινωνικής ασφάλισης, τον βασικό πληρωτή για τη θεραπεία ασθενών με ΧΑΠ στην Ελλάδα. Το κόστος της σταθερής νόσου είναι ανάλογο της σοβαρότητας της ΧΑΠ και διπλασιάζεται σε ασθενείς που ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου.

Το Οξύ Στεφανιαίο Σύνδρομο στους ηλικιωμένους ασθενείς. Ενδιαφέρον για τους επαγγελματίες υγείας και περίθαλψης

Το Οξύ Στεφανιαίο Σύνδρομο (ΟΣΣ) αποτελεί μια από τις πιο συχνές και ταυτόχρονα απειλητικές για τη ζωή νόσους. Οι ηλικιωμένοι ασθενείς, λόγω της συννοσηρότητας αλλά και των αλλαγών στην ανατομία και την φυσιολογία του σώματος, παρουσιάζουν κάποιες διαφοροποιήσεις ως προς την κλινική εμφάνιση της νόσου και τα συνήθη συμπτώματα.
Σκοπός της παρούσας εργασίας ήταν η ανασκόπηση της βιβλιογραφίας σχετικά με τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά που παρουσιάζουν τα ηλικιωμένα άτομα με ΟΣΣ.

   Η υπέρταση είναι μια αρκετά διαδεδομένη ασθένεια παγκοσμίως. Τόσο η συστολική όσο και η διαστολική αρτηριακή πίεση είναι ισχυροί και ανεξάρτητοι παράγοντες κινδύνου για καρδιαγγειακές νόσους. Στη διεθνή βιβλιογραφία αναφέρονται πολλά είδη υπέρτασης, ενώ ταυτόχρονα υπάρχουν πολλές αιτίες που μπορούν να την προκαλέσουν. Σκοπός της παρούσας μελέτης ήταν η μέτρηση της συχνότητας εμφάνισης υπέρτασης σε Έλληνες 50 ετών και άνω, καθώς και η διερεύνηση της σχέσης των συμπεριφορών υγείας με την παρουσία υπέρτασης.

Η εν λόγω μελέτη στοχεύει στη διερεύνηση της επίδρασης του τόπου διαμονής σε καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου και στην υγιή γήρανση σε ηλικιωμένο πληθυσμό (>65 ετών). Πραγματοποιήθηκε σύγκριση των χαρακτηριστικών των κατοίκων ηπειρωτικών περιοχών (Μάνη) με τα χαρακτηριστικά κατοίκων  νησιωτικών περιοχών της Μεσογείου ( π.χ. Νησιά του Αιγαίου, Κρήτη, Νησιά του Ιονίου, Κύπρος, Μάλτα, Σαρδηνία, Κορσική). Τα αποτελέσματα της μελέτης έδειξαν πως οι κάτοικοι της Μάνης είχαν καλύτερο επίπεδο υγείας όσον αφορά καρδιομεταβολικούς παράγοντες κινδύνου, ενώ οι κάτοικοι των νησιών είχαν καλύτερη ποιότητα ζωής όπως αυτή εκτιμήθηκε από έναν δείκτη υγιούς γήρανσης, λαμβάνοντας υπ' όψιν την ηλικία, το φύλο, το Δείκτη Μάζας Σώματος (ΔΜΣ), τη φυσική δραστηριότητα, τις καπνιστικές συνήθειες, τη συμμόρφωση στη μεσογειακή διατροφή και την πρόσβαση στις υπηρεσίες υγείας.

Σκοπός   αυτής   της   εργασίας   είναι   να   εξετάσει   την   αποτελεσματικότητα   της  φυσικοθεραπευτικής  παρέμβασης  ως  θεραπευτικό  μέσο για  την  διαχείριση  της  καρδιακής ανεπάρκειας μελετώντας την σύγχρονη ερευνητική αρθρογραφία και να τονίσει
σημεία που χρειάζονται περαιτέρω έρευνα.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Επιλέγοντας κατηγορία μπορείτε να δείτε παρακατω τα άρθρα που ανήκουν σε αυτή.

Επιλέγοντας "Πίσω" επιστρέφετε στην προηγούμενη κατηγορία.