Ο καρκίνος στους ηλικιωμένους είναι ένα κοινό ζήτημα υγείας στις ανεπτυγμένες κοινωνίες. Επιδιώξαμε να παρουσιάσουμε δεδομένα επιδημιολογίας, διαχείρισης και έκβασης σε ηλικιωμένους ασθενείς με κοινούς μεταστατικούς καρκίνους και να εντοπίσουμε προγνωστικούς παράγοντες κλινικού οφέλους από την ανακουφιστική χημειοθεραπεία. Όλοι οι ασθενείς ηλικίας> 65 ετών που είχαν διαγνωσθεί με μεταστατικό καρκίνο του μαστού, ορθοκολικού ή μη μικροκυτταρικού πνεύμονα και είχαν υποβληθεί σε θεραπεία με ανακουφιστική χημειοθεραπεία στο πλαίσιο κλινικών δοκιμών ή πρωτοκόλλων της Ελληνικής Συνεταιριστικής Ομάδας Ογκολογίας (HeCOG) ήταν επιλέξιμοι για ηλεκτρονική ανάκτηση δεδομένων και ανάλυση. Τα κοινά κριτήρια επιλεξιμότητας περιελάμβαναν επαρκή κατάσταση απόδοσης (ECOG 0-3), λειτουργία οργάνων και απουσία σοβαρής συννοσηρότητας που απαγορεύει την κυτταροτοξική χημειοθεραπεία. Χίλιοι τριακόσιοι εβδομήντα δύο ασθενείς (PS 0-1 σε 73%) με διάμεση ηλικία 70 έτη διαγνωσμένοι με μεταστατικό καρκίνο μαστού (n = 250), ορθοκολικό (n = 621) ή καρκίνο του πνεύμονα (n = 501) έλαβαν χημειοθεραπεία από το 1991 έως το 2006. Οι περισσότεροι ασθενείς έλαβαν σύγχρονα θεραπευτικά σχήματα πλήρους δόσης χημειοθεραπείας, όπως πλατίνη, ταξάνες, ανθρακυκλίνες, φθοροπυριμιδίνες, οξαλιπλατίνη ή ιρινοτεκάνη. Η ήπια έως μέτρια συννοσηρότητα ήταν παρούσα στο 35%. Σε μια μέση παρακολούθηση 3 ετών, αντικειμενικές αντιδράσεις παρατηρήθηκαν στο 41% ​​των ασθενών με καρκίνο του μαστού, 25% με καρκίνο του παχέος εντέρου και 31% με καρκίνο του πνεύμονα, ενώ η μέση επιβίωση ήταν 21, 16 και 9,4 μήνες αντίστοιχα. Η τοξικότητα βαθμού 3 ή 4 παρατηρήθηκε σε ένα τέταρτο των ασθενών, με συχνότερα ουδετεροπενία (14%), διάρροια (6%), νευροτοξικότητα (4%), κόπωση, ναυτία και εμπύρετη ουδετεροπενία (2% κάθε φορά). Σε πολυπαραγοντική ανάλυση, η διάγνωση του καρκίνου του παχέος εντέρου ή του πνεύμονα, οι μεταστάσεις σε πολλαπλά σημεία οργάνων, η παρουσία ηπατικών / εγκεφαλικών / περιτοναϊκών αποθέσεων, η διαταραχή του PS και τα χαμηλά αρχικά επίπεδα αλβουμίνης στον ορό ήταν προγνωστικοί παράγοντες για αρνητικό αποτέλεσμα. Οι ίδιοι παράγοντες με εξαίρεση τις μεταστατικές θέσεις και με την προσθήκη αναιμίας που προβλέπεται για αντοχή στη χημειοθεραπεία. Η τοξικότητα ήταν πιο πιθανή σε γυναίκες με χαμηλή λευκωματίνη ορού και νεφρική δυσλειτουργία. Προέκυψε μια γηριατρική αξιολόγηση με έξι μεταβλητές για βαθμολογία ανακούφισης (GAP) που περιελάμβανε τον τύπο όγκου, θέσεις μεταστατικής διάδοσης, διαταραχές PS, χαμηλή λευκωματίνη ορού και αναιμία για ταξινόμηση των ηλικιωμένων ασθενών σε ομάδες με χαμηλό, ενδιάμεσο και υψηλό κίνδυνο πρόκλησης της νόσου και θάνατο (σχετικοί κίνδυνοι των 1,59 και 2,50 για αντοχή στη θεραπεία και 1,87 και 3,12 για θάνατο στις ενδιάμεσες και υψηλού κινδύνου ομάδες). Τα δεδομένα μας δείχνουν ότι  ηλικιωμένοι ασθενείς σε σχετικά καλή κατάσταση με προχωρημένο καρκίνο ανέχονται με ασφάλεια την σύγχρονη χημειοθεραπεία και απολαμβάνουν τον έλεγχο της νόσου με τρόπο συγκρίσιμο με τους νεότερους ασθενείς. Η βαθμολογία μας GAP, εάν επικυρωθεί περαιτέρω, προσφέρει υπόσχεση για γηριατρική εφαρμογή σε συνδυασμό με ολοκληρωμένα εργαλεία γηριατρικής αξιολόγησης για τη βελτιστοποίηση της παρηγορητικής θεραπείας σε εξατομικευμένη βάση.

   Το Ευρωπαϊκό πρόγραμμα Simpathy συντάχθηκε με σκοπό την προώθηση και υποστήριξη της σωστής διαχείρισης της πολυφαρμακίας στους ηλικιωμένους, μέσα από την εύρεση της καλύτερης δυνατής πρακτικής στην περιοχή της Ευρώπης. Πιο συγκεκριμένα, το πρόγραμμα στοχεύει στην ενίσχυση του θεραπευτικού αποτελέσματος και κατ’επέκταση στη βελτίωση της ποιότητας των ασθενών με πολλαπλά νοσήματα σε χώρες της Ευρώπης.Αναφορικά με την περίπτωση της Ελλάδας, αρχικά έγινε μια εκτίμηση της οικονομικής και κοινωνικο-πολιτικής διάστασης της υγειονομικής περίθαλψης, η οποία έδειξε ότι οι δαπάνες υγείας μειώθηκαν από το 2009, ενώ ταυτόχρονα υπήρξε ευρύτατη εφαρμογή της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης (98% κάλυψη). Παράλληλα, παρατηρήθηκε έλλειψη εθνικών και τοπικών πολιτικών και οδηγιών αναφορικά με την πολυφαρμακία και την προσκόλληση των ασθενών σε πολλαπλή φαρμακευτική αγωγή.

Η οξεία μυελογενής λευχαιμία (ΟΜΛ) είναι η πιο κοινή οξεία λευχαιμία στους ενήλικους ασθενείς και η συχνότητά της αυξάνεται με την ηλικία. Η διαφορετική βιολογία και κλινική συμπεριφορά των ηλικιωμένων ασθενών, ωστόσο, θέτει μερικά σοβαρά ερωτήματα σχετικά με το ποια είναι η πιο κατάλληλη θεραπεία εφόδου στη συγκεκριμένη ηλικία. Η παρούσα διατριβή αποτελεί μια προσπάθεια απάντησης των ερωτημάτων αυτών με τη βοήθεια μεθόδων της αποδεικτικής ιατρικής. Αρχικά, όλες οι επιλεγμένες τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες μελέτες αξιολογήθηκαν όσον αφορά την ποιότητα διενέργειάς τους και καταγραφής τους. Διευρύναμε την προσπάθεια αξιολόγησης της καταγεγραμένης πληροφορίας σε ολόκληρο το πεδίο των μυελοειδών κακοηθειών και αξιολογήσαμε όλες τις δημοσιευμένες μελέτες που συνέκριναν θεραπείες όχι μόνο σε ασθενείς με ΟΜΛ αλλά και σε ασθενείς με χρόνια μυελογενή λευχαιμία και με μυελοδυσπλαστικά σύνδρομα. Η ποιότητα αναφοράς προσδιορίστηκε με τη χρήση ενός ερωτηματολογίου 24 κριτηρίων που βασίζεται στην λίστα του CONSORT. Η αναφορά προσδιορίστηκε σε μια προ-CONSORT (1988-1995) και μια μετα-CONSORT (1996-2008) περίοδο. Η επίδραση του CONSORT στα υψηλά και χαμηλά βαθμολογούμενα περιοδικά, σύμφωνα με το δείκτη impact factor (IF), εκτιμήθηκε επίσης. Η ερευνά μας αναγνώρισε 261 επιλεγμένα άρθρα κατάλληλα να συμπεριληφθούν στην τελική μας ανάλυση. Μόνο 13 από τα 24 κριτήρια του CONSORT απαντήθηκαν από το 75% ή περισσότερο των μελετών. Τα περισσότερα από τα κριτήρια που αφορούσαν μεθοδολογικά ζητήματα αναφέρονταν από λιγότερες από το 50% των μελετών. Σημαντικές βελτιώσεις κατά τη διάρκεια του χρόνου παρατηρήθηκαν για κριτήρια που προσδιόριζαν τη μεθοδολογική ποιότητα, ενώ οι δημοσιευμένες RCTs σε υψηλού IF περιοδικά έδειξαν καλύτερη ποιότητα αναφοράς. Στη συνέχεια, για να εκτιμηθεί η επίδραση των σχημάτων εφόδου στους ηλικιωμένους ασθενείς με ΟΜΛ, εφαρμόσαμε ένα δίκτυο μετα-αναλύσεων ή αλλιώς μετα-ανάλυση πολλαπλών θεραπειών χρησιμοποιώντας την πλήρη ύφεση ως κύρια έκβαση. Στοχοποιήσαμε σαν “ηλικιωμένους” τους ασθενείς 60 χρονών και μεγαλύτερους. Τα σχήματα κατηγοροποιήθηκαν προκαταβολικά σε 42 διαφορετικούς τύπους θεραπείας εφόδου. Προγνωστικοί παράμετροι όπως ηλικία, κλινική κατάσταση, δυσμενές κυτταρογενετικό υπόβαθρο, υποκείμενη κακοήθεια, οι τελικές εκβάσεις της ΟΜΛ όπως μέσο διάστημα ελεύθερο νόσου, συνολική επιβίωση, πλήρη ύφεση, θάνατοι κατα τη διάρκεια εφόδου και οι παράμετροι μυελοτοξικότητας όπως μέση διάρκεια μέχρι την επαναφορά επιπέδων ουδετεροφίλων (>1.0x109/L), μέχρι την επαναφορά επιπέδων αιμοπεταλίων (>100x109/L), και μέση διάρκεια νοσηλείας, εκτιμήθηκαν για κάθε τύπο θεραπείας εφόδου. Συνδυάζοντας την άμεση και έμμεση καταγεγραμμένη απόδειξη, υπολογίσαμε το σχετικό κίνδυνο (odds ratio, OR) για κάθε θεραπεία σε σχέση με τον πιο κοινά χρησιμοποιούμενο συνδυασμό κανονικής δόσης daunorubicin (30-60mg/m2 για 3 μέρες) και κανονικής δόσης cytarabine (100mg/m2 για 7-10 μέρες) που τέθηκε σαν θεραπεία αναφοράς. 15,110 ασθενείς συμπεριλήφθηκαν σε 64 άμεσες συγκρίσεις θεραπειών εφόδου αλλά μόνο 14 από αυτές έδειξαν σημαντικές διαφορές όσον αφορά την πλήρη ύφεση μετά από random-effects μετα-αναλύσεις. Η διάμεση ηλικία των συμπεριλαμβανομένων ασθενών ήταν 68, 18.0 % είχαν δευτεροπαθή ΟΜΛ, 21.0 % είχαν φτωχή κλινική κατάσταση (PS), 26.7% εμφανίζουν δυσμενείς κυτταρογενετικές μεταλλάξεις και 49.3% πέτυχαν τελικά πλήρη ύφεση. Καμιά σημαντική διαφορά δεν παρατηρήθηκε στις καταγεγραμμένες παραμέτρους μυελοτοξικότητας ανάμεσα στα σχήματα εφόδου. Μέσω ενός δικτύου μετα-αναλύσεων, η προσθήκη all-trans retinoic acids ή lomustine στο συνδυασμό idarubicin και cytarabine, έδειξε σημαντικά υψηλότερο ρυθμό πλήρους ύφεσης [ORs: 1.93 (1.06-3.49) και 1.76 (1.08-2.88), αντιστοίχως] ενώ 5 άλλα σχήματα έδειξαν σημαντικά χαμηλότερο ρυθμό πλήρους ύφεσης συγκρίνοντας τα σχήματα αυτά με την θεραπεία αναφοράς. Η διάμεση συνολική επιβίωση δεν εμφάνισε διαφορές ανάμεσα στις θεραπείες (P=0.150), αλλά ήταν σημαντικά αυξημένη κατά τη διάρκεια των τελευταίων 30 χρόνων (P=0.001) πιθανώς λόγω της προόδου που σημειώθηκε στην αντιμετώπιση της οξείας μυελογενούς λευχαιμίας.

Οι ηλικιωμένοι που συμμετέχουν σε φυσικές
δραστηριότητες έχουν πολλαπλά οφέλη στην υγεία τους,
συμπεριλαμβανομένης της διατήρησης της καλής
φυσικής κατάστασης και πνευματικής λειτουργίας. Όποια
φυσική δραστηριότητα είναι καλύτερη από καθόλου, και
όσο περισσότερες φυσικές δραστηριότητες τόσο
περισσότερα οφέλη στην υγεία.

Τύποι ασκήσεων που μπορούν να βοηθήσουν τους ηλικιωμένους να γίνουν πιο κατάλληλοι και ενεργοί.

Μια σειρά δοκιμασιών, που αξιολογούν τις ικανότητές των ηλικιωμένων. Κάθε δοκιμασία έχει «φυσιολογικές τιμές» ανάλογα με την ηλικία και μπορεί να δώσει μια εικόνα για τη φυσική τους κατάσταση σε σχέση με άλλους
συνομηλίκους τους. Λειτουργικές ασκήσεις γυμναστικής και αντίστοιχες κάρτες.

Ιntroduction: The behavioral and psychological symptoms of dementia (BPSD) are still among the most difficult symptoms in
the management of dementia. It is estimated that BPSD affect up to 90% of all dementia subjects over the course of their illness, and is independently associated with poor outcomes, including distress among patients and caregivers, long-term hospitalization, early institutionalization, misuse of medication, and increased health care costs. Method: People with Dementia (PwD) and severe neuropsychiatric symptoms as assessed by the Greek version of Neuropsychiatric Inventory (NPI score >30) were recruited from the database of the Greek Association of Alzheimer’s disease and Related Disorders. Τhey were assigned to a prospective experimental study with cannabidiol (CBD) drops (KANNABIO CARE DROPS 3%®). The reassessment was
performed either by a structured telephone interview or by clinical reassessment on site fifteen days after the initiation of the CBD administration. Results: The follow-up assessment showed improvement of the BPSD in 11 out of 17 of our patients,
as was evaluated by the NPI (a decrease from a mean 65.54 to 19.73) in fifteen days after CBD initiation. These results were
presented regardless of the underlying pathophysiology (Alzheimer’s, Frontotemporal, or Lewy Body Dementia). Conclusion:
Our case series is one of the largest in the current literature regarding cannabinoids and BPSD. We suggest that CBD may be an effective and safe choice for managing the BPSD. Future clinical trials are needed to reassure these findings.

ΚΑΤΗΓΟΡΙΕΣ

Επιλέγοντας κατηγορία μπορείτε να δείτε παρακατω τα άρθρα που ανήκουν σε αυτή.

Επιλέγοντας "Πίσω" επιστρέφετε στην προηγούμενη κατηγορία.